Τρίχορδο και τετράχορδο Μπουζούκι – Τζουράς – Μπαγλαμάς

Το τρίχορδο και το τετράχορδο μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς είναι νυκτά μουσικά όργανα, τα οποία κατά τα τελευταία 130 χρόνια έχουν τυποποιηθεί κατασκευαστικά και έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την ελληνική λαϊκή μουσική. Στον απόηχο της αρχαιοελληνικής πανδουρίδας και της βυζαντινής θαμπούρας ή φάνδουρου, αλλά και των παραδοσιακών τεχνικών οργανοποιίας, τα μουσικά αυτά όργανα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του καθημερινού βίου του σύγχρονου ανθρώπου εκφράζοντας τις χαρές και τις λύπες του.

Yπουργική Απόφαση Εγγραφής

 

Πεδία Δελτίου Στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς 

[accordion multiopen=”true”]
[toggle title=”1. Σύντομη παρουσίαση του στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς “]

α. Με ποιο όνομα αναγνωρίζεται το στοιχείο από τους φορείς του:

Τρίχορδο και τετράχορδο Μπουζούκι-Τζουράς-Μπαγλαμάς

β. Άλλη/-ες ονομασία/ες:

Εξάχορδο μπουζούκι, οκτάχορδο μπουζούκι, σκαφτός μπαγλαμάς, σκαφτός τζουράς ή γόνατο, μισομπούζουκο (μέγεθος μεταξύ τζουρά και μπουζουκιού) και πολλές άλλες ονομασίες που σχετίζονται με τα μεγέθη και τα κουρδίσματα της οικογένειας των μπουζουκιών.

γ. Σύντομη Περιγραφή

Το τρίχορδο και το τετράχορδο μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς είναι νυκτά έγχορδα μουσικά όργανα, τα οποία κατά τα τελευταία 130 χρόνια έχουν τυποποιηθεί κατασκευαστικά και έχουν συνδεθεί άρρηκτα με την ελληνική λαϊκή μουσική. Στον απόηχο της αρχαιοελληνικής πανδουρίδας και της βυζαντινής θαμπούρας ή φάνδουρου αλλά και των παραδοσιακών τεχνικών οργανοποιίας, τα μουσικά αυτά όργανα αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του καθημερινού βίου του σύγχρονου ανθρώπου, εκφράζοντας τις χαρές και τις λύπες του.

δ. Πεδίο ΑΠΚ:

□ προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις

√ επιτελεστικές τέχνες

□ κοινωνικές πρακτικές-τελετουργίες-εορταστικές εκδηλώσεις

□ γνώσεις και πρακτικές που αφορούν τη φύση και το σύμπαν

√τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία

□ άλλο

 

ε. Περιοχή όπου απαντάται το στοιχείο:

Σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και στις απανταχού κοινότητες του διασπορικού ελληνισμού.

 

στ. Λέξεις-κλειδιά:

Oργανοπαίχτες και οργανοποιοί μπουζουκιών, μπουζουκτσής ή μπουζουξής, τρίχορδο ή εξάχορδο μπουζούκι, τετράχορδο ή οκτάχορδο μπουζούκι, τζουράς, μπαγλαμάς, γόνατο (σκαφτός σε ενιαίο ξύλο τζουράς).

[/toggle]

[toggle title=”2. Ταυτότητα του φορέα του στοιχείου ΑΠΚ”]

α. Ποιος/-οι είναι φορέας/-είς του στοιχείου;

Φορείς του στοιχείου είναι όλοι όσοι παίζουν ή/και κατασκευάζουν κάποιο ή κάποια από τα τέσσερα αυτά μουσικά όργανα, επαγγελματικά ή μη, καθώς και όσοι αναγνωρίζουν στον ήχο και στους μουσικούς δρόμους των οργάνων αυτών στοιχεία της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην οργανοποιία, αν και υπάρχει Σωματείο Οργανοποιών Παραδοσιακών Μουσικών Οργάνων με έμφαση στο μπουζούκι, δεν είναι ενεργό.

Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος:

Διεύθυνση: Σαπφούς 10, Αθήνα Τ.Κ. 10553

Τηλ.: 2103213694 – 2103215246

Home

 

γ. Περαιτέρω πληροφορίες για το στοιχείο:

Αθανάσιος (Θανάσης) Πολυκανδριώτης
Ιδιότητα: Μουσικοσυνθέτης λαϊκής μουσικής με κύριο όργανο το μπουζούκι. Καθηγητής μπουζουκιού και λαϊκής αρμονίας στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Κολλεγίου Αθηνών και ειδικός επιστημών στη βαθμίδα του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του πρώην ΤΕΙ Ηπείρου στην Άρτα.
E-mail: info@polykandriotis.gr
website: http://www.polykandriotis.gr/el/home/biography.html

Νικόλαος (Νίκος) Φρονιμόπουλος
Ιδιότητα: Οργανοποιός καλλιτεχνικής παραδοσιακής οργανοποιίας. Έχει συμβάλει στην αποκατάσταση των περισσότερων σωζόμενων παραδοσιακών οργάνων της Ελλάδας, όπως του ταμπουρά του Φώτου Τζαβέλ(λ)α (1790), του ταμπουρά του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη (κατασκευής Λεωνίδα Γαΐλα, περίπου το 1834), του μπουζουκιού του Κ. Γκέλη των αρχών του 20ού αι. και πάμπολλων άλλων. Κατασκευαστής νέων μπουζουκιών με παραδοσιακές τεχνικές.
E-mail: fronik@otenet.gr
website: https://fronik.wordpress.com/

Δημήτριος Σταθακόπουλος
Ιδιότητα: Δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας με ειδικότητα στη Συμβολή των Ρωμιών στην
Οθωμανική Μουσική-Οθωμανολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Μαΐστωρ Βυζαντινής Μουσικής, Μουσικός (μπουζούκι), Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
E-mail: dstath10@yahoo.com

Παναγιώτης Κουνάδης
Ιδιότητα: Ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού, Ιδρυτής του Αρχείου Κουνάδη
E-mail: kounadisarchive@gmail.com

Λεονάρδος Κουνάδης
Ιδιότητα: Μουσικός, Πρόεδρος του Αρχείου Κουνάδη
E-mail: leonkounadis@hotmail.com

 

[/toggle]
[toggle title=”3. Αναλυτική περιγραφή του στοιχείου ΑΠΚ, όπως απαντάται σήμερα”]

Ιστορική εξέλιξη του στοιχείου  

Ο ταμπουράς, που συναντάμε στη βιβλιογραφία και στις διηγήσεις των ξένων περιηγητών για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, μετεξελίχθηκε στο ελληνικό μπουζούκι, αφού περί τα τέλη του 19ου αιώνα ενσωμάτωσε χαρακτηριστικά του μαντολίνου ή μαντόλας και του λαούτου (στο σκάφος ηχείο/ηχείο, τη συγκερασμένη ταστιέρα με μεταλλικά πλέον χωρίσματα διαστημάτων/τάστα, κλειδιά κ.ά.).

Το κλασικό τρίχορδο μπουζούκι, όπως ονομάζεται συχνά, με ποικίλα κουρδίσματα και συνδυασμούς που σταθεροποιήθηκαν στο ρε-λα-ρε, επικράτησε στην επιτέλεση του ρεμπέτικου ρεπερτορίου, μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1950. Η μεγάλη καινοτομία που εισήγαγε εκείνη την εποχή ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος (ήδη προπολεμικά με το μουσικό όργανο εριβάν) και καθιέρωσε ο Μανώλης Χιώτης, με τους κατασκευαστές Παναγήδες και Ζοζέφ, δεν ήταν η τέταρτη χορδή, όπως πιστεύεται, αφού προϋπήρχαν και τετράχορδοι ταμπουράδες και μπουζούκια (ονομαζόμενα ντορτ τελί ή σαρκιά). Ήταν το νέο κούρδισμα (ρε-λα-φα-ντο) και αργότερα η χρήση μαγνήτη/ενισχυτή, που επηρέασε, εκτός από την τεχνική παιξίματος (οριζόντια το τρίχορδο και κάθετα το τετράχορδο), και κατασκευαστικά το όργανο.

Ο τζουράς είναι εξάχορδος (με κούρδισμα ρε-λα-ρε) και αποτελεί μια μικρογραφία του τρίχορδου μπουζουκιού, με μικρότερο σκάφος αλλά όμοιο μανίκι με ήχο που παραπέμπει σε παραδοσιακό ύφος.

Ο μπαγλαμάς αποτελεί επίσης μικρογραφία του τζουρά με τρεις διπλές χορδές και ποιο οξύ ήχο.

Πολλές είναι οι παράμετροι που καθορίζουν την κατασκευή του οργάνου, όπως η επιλογή του κατάλληλου ξύλου, το λουστράρισμα, το μήκος χορδής και του μάνικου, το βάθος του σκάφους/ηχείου κ.ά. Η παραδοσιακή οργανοποιία έχει να επιδείξει μεγάλους τεχνίτες, καθένας με τις τεχνικές και τα μυστικά του. Όλοι διατηρούσαν στενή σχέση με τους οργανοπαίχτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικούς από αυτούς: Λ. Γαΐλας (1830), Εμμ. Βελούδιος, Δ. Γκρέτσης, Εμμ. Κοπελιάδης, Ν. Κοπελιάδης, Δ. Μούρτζινος, Β. Παναγής, Γ. Παναγής, Α. Σταθόπουλος Μ. Σκεντερίδης, Ζοζέφ Τερζιβασιάν, Ο. Τσακιριάν, ο Κ.Μουρατίδης και από τους νεότερους Π. Καρανδρέας, Θ. Μπρας, Χρ.Σπουρδαλάκης, Νικ. Φρονιμόπουλος κ.ά.

Η τεχνική κατασκευής των οργάνων της οικογένειας του μπουζουκιού και ο διακριτός τους χαρακτήρας από ομογενή μουσικά όργανα: Η κατασκευή των μακρυμάνικων λαουτοειδών έχει μακρά παράδοση στον ελλαδικό χώρο, καθώς από την αρχαιότητα βρίσκεται σε ευρεία χρήση η πανδουρίδα, πρόγονος της σημερινής οικογένειας του μπουζουκιού. Παρότι τα όργανα αυτά υφίσταντο με το όνομα «φάνδουρος» και «ταμπουράς» κατά τους βυζαντινούς χρόνους και  την προεπαναστατική περίοδο, το πρώτο οργανωμένο εργαστήριο κατασκευής ταμπουρά, μετεξέλιξης της πανδουρίδας, του Λεωνίδα Γαΐλα το συναντάμε το 1834 στη μετεπαναστατική Αθήνα.

Το επόμενο διάστημα παρατηρείται στην Αθήνα άνθηση της ελληνικής οργανοποιίας με πολλά εργαστήρια ονομαστών μαστόρων, όπως οι Βελούδιος, Γομπάκης, Μούρτζινος, Σταθόπουλος, Κοπελιάδης, Γκέλης κ.ά.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, στις συνοικίες κυρίως του Πειραιά δημιουργούνται  από πρόσφυγες, όπως οι Λαζαρίδης, Τερζιβασιάν, Απαρτιάν, Τσακιριάν, αδελφοί Παναγή κ.ά., πολλά μικρά εργαστήρια που ειδικεύονται στην κατασκευή κυρίως του μπουζουκιού. Το όργανο αποκτά πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική μουσική και ο εξάχορδος ή τρίχορδος με διπλές χορδές τύπος του φτάνει στην κατασκευαστική του ωριμότητα τη δεκαετία του ’50 με κούρδισμα ρε-λα-ρε.

Μετά το 1957, καθιερώνεται και ο οκτάχορδος ή τετράχορδος τύπος με το νέο κούρδισμα ρε-λα-φα-ντο.

Η τέχνη της κατασκευής του νεότερου μπουζουκιού ενσωματώνει πολλά στοιχεία από την κατασκευή του ταμπουρά με ντούγιες, του λαούτου, του μαντολίνου, τροποποιώντας τα κατάλληλα, ώστε να υποστηρίξει τις σύγχρονες χρηστικές, ηχητικές και αισθητικές απαιτήσεις των μουσικών. Οι κλίμακες των οργάνων σταθεροποιούνται στα 68εκ. για το εξάχορδο, στα 67εκ. για το οκτάχορδο, στα 35εκ. για τον μπαγλαμά, ενώ για τον τζουρά εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη πολυμορφία, από τα 58 έως τα 65εκ. Η κατασκευή του ηχείου γίνεται επάνω σε εσωτερικό καλούπι. Προσαρμόζεται αρχικά ο τάκος, επάνω στον οποίο θα κολληθούν κατάλληλα διαμορφωμένες λεπτές λωρίδες ξύλου, οι ντούγες. Στο πίσω μέρος του ηχείου η κολάντζα, ένα πλατύτερο κομμάτι ξύλου, κολλά εξωτερικά ώστε να «δέσει» την απόληξη από τις ντούγες.

Οι δύο μικρότεροι τύποι του οργάνου, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς, πολλές φορές διατηρούν την παλαιότερη τεχνολογία της «σκαφτής» κατασκευής, από ένα μονοκόμματο τμήμα ξύλου, που διαμορφώνεται πρώτα εξωτερικά και στη συνέχεια αδειάζει, «σκάβεται» εσωτερικά, για να δημιουργηθεί η ακουστική κοιλότητα. Για την κατασκευή του ηχείου χρησιμοποιείται ξυλεία μεσαίας σκληρότητας, από καρυδιά, μουριά, σφένδαμο, κερασιά κ.ά., αλλά και σκληρότερη από έβενο και παλίσσανδρο. Το καπάκι κατασκευάζεται κυρίως από μαλακό ξύλο ερυθρελάτης. Έχει παράλληλες εσωτερικές ενισχύσεις, τα καμάρια, τρία για το μπουζούκι, ένα για τον μπαγλαμά και από ένα μέχρι τρία για τον τζουρά. Η ακουστική τρύπα έχει σχήμα κυκλικό ή ελλειψοειδές για τους παλαιότερους τύπους του οργάνου και πιο περίτεχνο για τους νεότερους. Εξωτερικά το καπάκι διακοσμείται με απλή, ξύλινη πεναριά, αλλά και με πιο περίτεχνα σχέδια από ξύλο, όστρακο, ταρταρούγα ή και πλαστική ύλη. Το μπράτσο, για να μη «σκεβρώνει», κατασκευάζεται συνήθως από συνδυασμό μαλακότερων ξύλων, όπως το φλαμούρι και το μαόνι, με σκληρότερα, όπως ο έβενος, ο παλίσσανδρος, το βέγκε κ.ά. Στις πιο σύγχρονες κατασκευές χρησιμοποιείται και η βέργα αλουμινίου ή ακόμη και τα ανθρακονήματα. Η ταστιέρα κατασκευάζεται από σκληρό ξύλο, κυρίως έβενο, και έχει υποδιαιρέσεις που αντιστοιχούν στα συγκερασμένα ημιτόνια. Η κεφαλή του οργάνου, το καράολο, φέρει έξι ή οκτώ μηχανικά κλειδιά και κατασκευάζεται σε δύο τύπους. Στον παλαιότερο τα κλειδιά τοποθετούνται σε κάθετη θέση ενώ στον νεότερο σε οριζόντια.

Ο τρόπος κατασκευής του νεοελληνικού μπουζουκιού είναι παραδοσιακά διακριτός από την κατασκευή ομοειδών οργάνων της Μεσογείου, αφού δομήθηκε έτσι ούτως ώστε να εξυπηρετεί το ελληνικό μουσικό ρεπερτόριο των παικτών και μουσικοσυνθετών.

Η τεχνική παιξίματος του μπουζουκιού: Πριν το όργανο πάρει τη σταθερή μορφή του σύγχρονου νεοελληνικού μπουζουκιού, παιζόταν κυρίως με φτερό, που χρησιμοποιούνταν σαν πένα -ενίοτε παιζόταν με τα δάκτυλα- και με τις χορδές σε ανοιχτό παίξιμο (όλες μαζί). Τα κουρδίσματα (ντουζένια) ήταν ποικίλα, αναλόγως του μουσικού δρόμου και της φωνής του οργανοπαίκτη, δηλαδή αναλόγως του ήθους που ήθελε να εκφράσει ο μουσικός, άλλοτε χαρούμενο, άλλοτε λυπητερό. Επίσης, ήταν ανάλογα του χώρου, του χρόνου και των ατόμων ενώπιον των οποίων παιζόταν ή προσαρμοζόταν ανάλογα όταν το παίξιμο ήταν μοναχικό.

Το παλαιό αυτό παραδοσιακό παίξιμο ήταν κοινό σε ταμπουράδες και λαούτα. Όμως οι τεχνικές παιξίματος του μαντολίνου, της μαντόλας κυρίως αλλά και της λαϊκής κιθάρας με μεταλλικές χορδές, με σκληρή ή μεσαίας σκληρότητας πένα, οι τρίλιες και το γρήγορο ανεβοκατέβασμα της πένας επάνω στην χορδή, την έκαναν να δονείται διαφορετικά και οι νότες να ακούγονται πιο πυκνά. Η ταχύτητα άρχισε να παράγει ένα νέο ακουστικό ήθος, που στηριζόταν σαφώς σε παραδοσιακή τεχνική και ακούσματα, αλλά μπολιασμένο πλέον με δυτικότροπες τεχνικές χρήσης της πένας.

Το «πάντρεμα» των τεχνικών χρήσης της πένας και η τοποθέτηση του χεριού στην πενιέρα, αλλά και στο μάνικο/ταστιέρα οδήγησαν από το ταμπουροειδές παίξιμο των αρχών του 20ού αιώνα, που ακούμε στη γνωστή ηχογράφηση του Γκέρλιτζ (1917), στο παίξιμο του Μάνιου Σαμιώτη Καραπιπέρη, του Χαλκιά (μινόρε), του Μπάτη (μπαγλαμά), του Γιοβάν Τσαούς (ταμπουρομπούζουκο), του Μάρκου Βαμβακάρη (μπουζούκι), του Μουφλουζέλη (τζουρά), του Βασίλη Τσιτσάνη (μετατροπή μαντολίνου σε μπουζούκι) με την εισαγωγή πολλών δυτικότροπων χρήσεων της πένας, αλλά με διακριτό παίξιμο σε ελληνικό ύφος. Ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος και ο μαθητής του Μανώλης Χιώτης, άριστοι κιθαρίστες, όπως και Σπύρος Περιστέρης, που έπαιζε όλα τα έγχορδα με τάστα, οδήγησαν το μπουζούκι σε νέες αμιγώς ελληνικές τεχνικές παιξίματος με βάση τη δεξιοτεχνία, την ταχύτητα των χεριών στην πενιέρα και το μάνικο. Επίσης, έφερε καινοτομίες και στους ρυθμούς, στηριζόμενος σε μινόρε-ματζόρε, ή ακόμα και ελληνικά μάμπο, κάτι στο οποίο βοήθησε η κατασκευή του οκτάχορδου/ τετράχορδου μπουζουκιού, το κιθαριστικού ύφους κούρδισμα ρε, λα, φα, ντο και ο ηλεκτρικός μαγνήτης, που άλλαξε το ηχόχρωμα του οργάνου, διατηρώντας όμως το ελληνικό διακριτό του ύφος, αναγνωρίσιμο ως ελληνικό παγκοσμίως, ήδη από τη δεκαετία του 1960.

Η ψίχα των δάχτυλων του αριστερού χεριού πρέπει να βρίσκεται στη μέση των δυο τάστων (ημιτόνιο) ώστε να είναι καθαρή, λαμπερή η πενιά. Τα δάχτυλα με τις ανάλογες ασκήσεις έχουν τη δυνατότητα και την ελαστικότητα να πατούν τις χορδές και να εναλλάσσονται αρμονικά το πρώτο με το δεύτερο, το τρίτο με το τέταρτο και ούτω καθεξής. Η θέση και η άρση της πένας αποτελούν το χαρακτηριστικό κάθε παίκτη του οργάνου, γιατί μέσα από αυτή τη διαδικασία βγαίνει η δυναμική του καθενός, όπως έλεγε ο Ζαμπέτας.

Η ανάποδη πενιά είναι παράδοση που διατήρησε και δίδαξε ο Τσιτσάνης ως χαρακτηριστικό των περισσότερων παλαιών παικτών. Στο τραγούδι του «Απόψε το μπουζούκι σου θα στο μαλαματώσω…» ακούγεται η ανάποδη πενιά του συνθέτη ως η τέλεια και πολύ χαρακτηριστική της σχολής του Τσιτσάνη. Στο τετράχορδο από το 12ο τάστο και προς τα κάτω της ταστιέρας ο Χιώτης χρησιμοποιεί τρία δάχτυλα με το τέταρτο να παίζει σε λίγες περιπτώσεις. Έλεγε ο Χιώτης ότι «…όσο τρέχει το δεξί τόσο πρέπει να ακολουθεί το αριστερό αλλιώς έχουμε ανισορροπία».

Ο τζουράς έχει το τεχνικό πλεονέκτημα των ανοικτών χορδών που ανάλογα με το κατάλληλο κούρδισμα έπαιζαν το Ντουζένι και το Καραντουζένι ως ένα παλαιότερο ύφος παιξίματος άλλα και ακούσματος.

Ο μπαγλαμάς περισσότερες φορές επέχει ρόλο συνοδευτικού οργάνου. Όμως χάρη στο μικρό σκάφος και το μάνικο, μπορεί ο κάθε παίκτης να βγάλει ταξίμι (αυτοσχεδιασμό) ωραιότερο από τα άλλα όργανα με τον οξύ ήχο του, που μπορεί να γίνεται και πολύ γλυκός ανάλογα τον παίκτη, ιδιαίτερα όταν παίζεται πολύ αργά και οι νότες βγαίνουν απλά και καθαρά.

Οι τεχνικές παιξίματος των οργάνων της οικογένειας του μπουζουκιού είναι παλαιές, παραδοσιακές, ενώ ακόμα και οι σύγχρονες εκφράζουν αμιγώς ελληνικό ρεπερτόριο, στηριζόμενες σε μακρά παράδοση άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η σχέση του στοιχείου με την ελληνική λαϊκή μουσική  Από την αρχαία πανδούρα στον ταμπουρά και από το περιθώριο και τις διώξεις της μεταξικής δικτατορίας στην καθιέρωση, το μπουζούκι πρωταγωνίστησε κατά τον 20ό αιώνα στη διαμόρφωση της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Η αλληλένδετη σχέση του με το ρεμπέτικο τραγούδι έχει την αφετηρία της στους πρώτους σημαντικούς παίκτες, όπως τον Μάνιο Καραπιπέρη, τον Χαλκιά, τον Κωνσταντίνο Κοκοτή, τον Θανάση Μανέτα κ.ά., ενώ η καθοριστική συμβολή του Μάρκου Βαμβακάρη και της «ξακουστής τετράδας του Πειραιώς» οδήγησαν τον Βασίλη Τσιτσάνη και μετέπειτα τον Μανώλη Χιώτη, σε νέες σχολές τεχνοτροπίας που διαμόρφωσαν το λαϊκό τραγούδι και επηρέασαν σημαντικά τον τρόπο παιξίματος του μπουζουκιού ως τις μέρες μας.

Η Σοφία Σπανούδη του Ωδείου Αθηνών «ανακάλυψε» τη δεκαετία του 1930 συνθετικά τον Βασίλη Τσιτσάνη και μίλησε εγκωμιαστικά, ενώ η περίφημη ομιλία του Μ. Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, το 1949, απενεχοποίησε το μπουζούκι σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων. Η αγάπη και η έμπνευση με την οποία ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος συμπεριέλαβαν το μπουζούκι στις ενορχηστρώσεις των συνθέσεών τους οδήγησαν στην καταξίωση του μουσικού αυτού οργάνου μέσα και από τη σύνδεσή του με τη μελοποιημένη ποίηση σε μια περίοδο μάλλον μεταβατική για το λαϊκό τραγούδι.

Στα τέλη του 20ού αιώνα το μπουζούκι δεν κατέχει τον απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο των προηγούμενων δεκαετιών, διατηρεί όμως τη θέση του τόσο στη λαϊκή ορχήστρα όσο και σε μουσικές συνθέσεις νεότερων τραγουδοποιών, ακόμη και μη καθαρά λαϊκών.

Τόσο τα ρεμπέτικα όσο και τα λαϊκά τραγούδια του περασμένου αιώνα συνεχίζουν το ταξίδι τους κατέχοντας σημαντική θέση στο ρεπερτόριο των σύγχρονων καλλιτεχνών μέσα από διασκευές και επανεκτελέσεις τους. Επιπλέον, αρκετοί από τους σολίστες του οργάνου δοκιμάζουν νέους μουσικούς δρόμους, αυτούς των οργανικών συνθέσεων, ή καλύτερα τους συνεχίζουν. Ο Μάρκος Βαμβακάρης θεωρείται ο πρώτος που ηχογράφησε οργανικό μουσικό κομμάτι με μπουζούκι στην Ελλάδα, αν και υπάρχει και η προγενέστερη καταγραφή στο Γκέρλιτς από Έλληνες στρατιώτες του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου του 1917, του Καραπιπέρη το 1928-1929, του Κ. Κοκοτή και του Χαλκιά το 1932 στις ΗΠΑ.

Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ολοένα ο αριθμός των νέων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, που επιλέγουν να μάθουν μπουζούκι και κατ’ επέκταση τζούρα και μπαγλαμά. Αποτέλεσμα αυτής της συνέχειας είναι το μπουζούκι αλλά και ο τζουράς και ο μπαγλαμάς να είναι μουσικά όργανα παρόντα στην εποχή μας.

Σημαντικό ρόλο για τη διαφύλαξη αλλά και το μπόλιασμα των λαϊκών αυτών μουσικών οργάνων με διαφορετικές μουσικές παραδόσεις εκτός Ελλάδας διαδραματίζουν και οι ελληνικές κοινότητες της διασποράς και οι σύλλογοι που δραστηριοποιούνται στους κόλπους τους, οι οποίοι προσκαλούν σολίστες του μπουζουκιού όχι μόνο για καλλιτεχνικές εμφανίσεις αλλά και για σεμινάρια που απευθύνονται στην τρίτη και τέταρτη γενιά μεταναστών, με συμμετοχές όμως πολλές φορές και εκτός ελληνικής κοινότητας. Ενδεικτικά αναφέρουμε το Φεστιβάλ Νέων Μουσικών Γερμανίας, που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2012 στο Μόναχο, με πρωτοβουλία του Ελληνικού Κέντρου Τέχνης και Πολιτισμού «Αριστοφάνης» με βασικό καλεσμένο τον Θανάση Πολυκανδριώτη.

Το μπουζούκι, ωστόσο, ως βασική συνισταμένη του λαϊκού τραγουδιού δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στο τοπίο του ραδιοφώνου και των δισκογραφικών εταιριών στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα. Η επικράτηση των playlists, για διάφορους λόγους, μείωσε σε μεγάλο βαθμό τον ραδιοφωνικό χρόνο για τα λαϊκά ακούσματα, ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι δεν συμβάλλουν στην ενίσχυση της ακροαματικότητας. Η επιμονή των ανθρώπων του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, τόσο των τραγουδιστών όσο και των οργανοπαιχτών, να συμπεριλαμβάνεται το μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς στις ορχήστρες και, ως εκ τούτου, στα τραγούδια ήταν καθοριστική. Βεβαίως, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μπροστά μας αλλά οι ενδείξεις επιτρέπουν συγκρατημένη αισιοδοξία, ότι το μπουζούκι θα βρίσκει τον δρόμο του στα ερτζιανά και από εκεί στις καρδιές των ακροατών.

Τον Οκτώβριο του 2012 διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Θανάση Πολυκανδριώτη διημερίδα για το μπουζούκι στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ακαδημαϊκοί, ερευνητές, δημοσιογράφοι, κατασκευαστές λαϊκών οργάνων αλλά και παλιοί και νέοι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού ένωσαν τις δυνάμεις τους σε αυτή τη ανοιχτή για το κοινό συνάντηση, η οποία πλαισιώθηκε με έκθεση οργάνων που ανήκαν σε μεγάλους συνθέτες και ερμηνευτές της λαϊκής μας μουσικής: Μάρκου Βαμβακάρη, Γιώργου Μητσάκη, Μανώλη Χιώτη, Γιώργου Ζαμπέτα, Βασίλη Τσιτσάνη, Απόστολου Καλδάρα, Θόδωρου Πολυκανδριώτη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιάννη Τατασόπουλου, Γιάννη Σταματίου-Σπόρου, Δημήτρη Στεργίου-Μπέμπη, τον τζουρά του Γιώργου Μουφλουζέλη και το πιστό αντίγραφο του ταμπουρά του Μακρυγιάννη. Η διημερίδα είχε μεγάλη απήχηση, γι’ αυτό και τον Ιανουάριο του 2014 ακολούθησε δεύτερη ημερίδα για το μπουζούκι στον ίδιο χώρο, όπου ανακοινώθηκε η πρόθεση υποβολής δελτίου για το Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, που έτυχε θερμής ενυπόγραφης υποστήριξης από ολόκληρη την κοινότητα των φορέων του στοιχείου.

Σπουδαίας σημασίας ήταν και η εγγραφή το 2016 του Ρεμπέτικου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και το 2017 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (UNESCΟ, 2003). Το μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς συνεχίζουν και σήμερα να ταξιδεύουν τον ήχο της Ελλάδας σε όλον τον κόσμο. Χαρακτηριστικό του πόσο το μπουζούκι έχει ταυτιστεί με τον ήχο της Ελλάδας διεθνώς είναι και η πρόσκληση προς τον Έλληνα συνθέτη και σολίστ Θανάση Πολυκανδριώτη να εκπροσωπήσει την Ελλάδα με το μπουζούκι του στο Φεστιβάλ Arabic Music Days 2020 στο Βερολίνο. Εμπνευστής του φεστιβάλ αυτού, που πραγματοποιείται από το 2016, είναι ο Naseer Shamma (Καλλιτέχνης της UNESCO για την Ειρήνη από το 2017), ο οποίος για την έναρξη του φεστιβάλ επέλεξε βιρτουόζους των εγχόρδων και των κρουστών από διαφορετικές μουσικές παραδόσεις.

Το μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς αποτελούν ζωντανό κομμάτι της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας και είναι διακριτά ως ελληνικά μουσικά όργανα από τους ξένους μουσικούς χωρίς ενστάσεις και αμφισβητήσεις. Οι περισσότεροι από τους δεξιοτέχνες έχουν δημιουργήσει την προσωπική τους ιστοσελίδα, από τις οποίες προκύπτει η δυναμική ταυτότητα των μουσικών αυτών οργάνων: συναυλίες σε όλον τον κόσμο, σε κοινό ομογένειας αλλά και διεθνές, μαθήματα, σεμινάρια σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μέχρι και σε σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας. Το μπουζούκι αποτυπώνει τις αναζητήσεις του σύγχρονου Έλληνα και εκφράζει την ψυχή του μέσα από ποικίλους μουσικούς δρόμους, από τις οργανικές συνθέσεις ή ακόμα και τις συνθέσεις κονσέρτου για μπουζούκι ως την πρόσφατη πρωτοβουλία του Γιώργου Μαζωνάκη «Μπουζούκι. Οι Ευαίσθητες Χορδές». Το βρίσκουμε σε hashtags, στις τάσεις του youtube, στο spotify κ.λπ., με ένα σημαντικό ψηφιακό σύγχρονο αποτύπωμα.

[/toggle]
[toggle title=”4. Χώρος/εγκαταστάσεις και εξοπλισμός που συνδέονται με την επιτέλεση/ άσκηση του στοιχείου ΑΠΚ”]

Ο χώρος επιτέλεσης του στοιχείου ως φορέα ατομικής ή συλλογικής μουσικής έκφρασης ποικίλλει: από την ιδιωτικότητα ενός σπιτιού και τις φιλικές και οικογενειακές συνευρέσεις μέχρι και τον δημόσιο χώρο της πλατείας ή ενός γηπέδου στο πλαίσιο ενός πανηγυριού ή μιας συναυλίας. Από  τα κέντρα διασκέδασης, τις μουσικές σκηνές και τις αίθουσες εκδηλώσεων μέχρι τα θέατρα και τους συναυλιακούς χώρους ανά τον κόσμο.

[/toggle]

[toggle title=”5. Προϊόντα ή εν γένει υλικά αντικείμενα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της επιτέλεσης/άσκησης του στοιχείου ΑΠΚ “]

Οι δισκογραφικές αναπαραγωγές (βινυλίου ή ψηφιακές) από ηχογραφήσεις ζωντανές ή σε στούντιο και από σύγχρονες εκτελεστικές προσεγγίσεις παλαιότερων έργων, εξειδικευμένες ψηφιακές εφαρμογές με εκπαιδευτικό υλικό, έντυπες ιστορικές μελέτες είναι μερικά από τα υλικά αντικείμενα που μπορούν να προκύψουν από την επιτέλεση του στοιχείου του παρόντος δελτίου.
Η δισκογραφική παρουσία του μπουζουκιού είναι τεράστια, από την πρώτη ηχογράφηση με ταμπουρά-μπουζούκι στην Αμερική το 1926 με τον Κωνσταντίνο Κοκοτή, (ίσως και αυτή στο Γκέρλιτς το 1917), τον Μ. Καραπιπέρη, τον Χαλικιά, τον Μ. Βαμβακάρη μέχρι και τις μέρες μας που το μπουζούκι εξακολουθεί να έχει τον βασικό ρόλο στην επιτέλεση των λαϊκών ή λαϊκότροπων τραγουδιών, βαδίζοντας και σε νέους οργανικούς ή άλλους μουσικούς δρόμους, πορεία που αποτυπώνεται και δισκογραφικά.

[/toggle]

[toggle title=”6. Ιστορικά στοιχεία για το στοιχείο ΑΠΚ”]

Από την αρχαιότητα ως τους βυζαντινούς χρόνους, την οθωμανική περίοδο μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, από την αρχαία πανδούρα ως τον ταμπουρά και το μπουζούκι ξετυλίγεται ένα συναρπαστικό ταξίδι με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί μουσικά. Αρκετές είναι οι μαρτυρίες για αγωνιστές του 1821 που έπαιζαν μπουζούκι. Ο Ν. Κασομούλης αναφέρει ότι «εγώ λαλούσα το μπουζούκι λεγόμενον, ο Χριστόφορος (Περραιβός) τον ταμπουράν με δυο τέλια (ikiteli), ο Σπύρος Μίλιου το φλάουτο, άλλοι άλλα όργανα ευμετακόμιστα, μπουλγάρια, ρεμπάπια…». Στην «Αθήνα μας» του Νίκου Σπανδωνή (1893) αναφέρεται ότι «ο Μίχος έφερε το μπουζούκι… ο Μήτρος έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και εβάρεσε ένα συρτό…». Επίσης, σε εφημερίδες της εποχής υπάρχουν αναφορές σε γλέντια με μπουζούκι το 1888 στο Χαλάνδρι. Σύμφωνα με τον ερευνητή και οργανοποιό Νικ. Φρονιμόπουλο, κατασκευαστής του ταμπουρά του Μακρυγιάννη (περίπου το 1835) ήταν ο Λεωνίδας Γαΐλας. Σημαντικές είναι και οι περιγραφές των ξένων περιηγητών για τα όργανα της οικογένειας του ταμπουρά την περίοδο εκείνη, που συνδέονταν μέχρι τότε κυρίως με το δημοτικό τραγούδι, όπως ο Ταμπουράς του Φώτου Τζαβέλλα (1785, Σούλι), που αναφέρει ο Πουκεβίλ, ο οποίος πρόσφατα, αφού επισκευάστηκε, ήχησε και πάλι.

Η ανάδυση του ρεμπέτικου στα τέλη του 19ου αιώνα ως ανώνυμου λαϊκού μουσικού είδους συνδέθηκε αρχικά με τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα. Με το πέρασμα των χρόνων διαμορφώνονται δύο σχολές, η πειραιώτικη και της υπόλοιπης Ελλάδας, καθώς και της διασποράς, με διαφορές ως προς το ρεπερτόριο, που σχετίζονται με τα κουρδίσματα. Παράλληλα, το μπουζούκι ταξιδεύει με τους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, όπου έχουμε μερικές από τις πρώτες ηχογραφήσεις του με τον Κωνστανίνο Κοκοτή (1926), τον Μανόλη Καραπιπέρη (1928-9) και τον Ιωάννη Χαλικιά (1932). Οι Θεόδωρος Καραμπάς και Αναστάσιος Σταθόπουλος ξεχωρίζουν ανάμεσα στους οργανοποιούς της Αμερικής. Στην Ελλάδα, ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972), με την «ξακουστή τετράδα του Πειραιώς» (Γιώργος Μπάτης, Ανέστος Δελιάς, Στρατός Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης), ηχογραφούν το 1932 και 1933 πάνω από δεκαπέντε τραγούδια με κύριο όργανο το μπουζούκι, φέρνοντάς το στο προσκήνιο και αποδίδοντας στον Βαμβακάρη τον χαρακτηρισμό του «Πατριάρχη του Ρεμπέτικου». Τη σκυτάλη της εξέλιξης πήρε ο Βασίλης Τσιτσάνης (1915-1984), ο οποίος, σύμφωνα με τον Λαμπρό Λιάβα, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα, στην ανατέλλουσα νέα τάξη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Καθιέρωσε ένα νέο ύφος παιξίματος, ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή του στον εμπλουτισμό της ορχήστρας, στον ρόλο των τραγουδιστών και στη δομή των τραγουδιών που έγινε πιο σύνθετη με κουπλέ και ρεφρέν». Μεγάλη αλλαγή, που επηρέασε το όργανο και κατασκευαστικά, ήταν η παρέμβαση του Μανώλη Χιώτη, ο οποίος καθιέρωσε το τετράχορδο μπουζούκι με μαγνήτη/ενισχυτή και ξένες επιρροές ρυθμών, όπως το μάμπο.

Βασική συνιστώσα της πορείας του οργάνου μέχρι τότε, δηλαδή μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1950, είναι η σύνθεση των ρεμπέτικων-λαϊκών τραγουδιών από τους σολίστες του μπουζουκιού, γεγονός που με την πάροδο του χρόνου μεταβάλλεται. Οι συνθέτες που γράφουν λαϊκά τραγούδια δεν είναι πια μόνο παίκτες, οι οποίοι σταδιακά χάνουν την πρωτοκαθεδρία. Στους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού που άφησαν παρακαταθήκη και σπουδαίες συνθέσεις, δεν πρέπει να παραλείψουμε τους Απόστολο Καλδάρα, Γιώργο Ζαμπέτα, Θεόδωρο Πολυκανδριώτη κ.ά.

Το μπουζούκι όμως ευτύχησε να το αγαπήσουν και οι συνθέτες Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις και Σταύρος Ξαρχάκος, δίνοντάς του πρωταγωνιστικό πολλές φορές ρόλο. Ο Μπέμπης, ο Σπόρος, ο Λεμονόπουλος, ο Τατασόπουλος, το δίδυμο Λάκη Καρνέζη-Κώστα Παπαδόπουλου στις μουσικές συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη άφησε εποχή, ενώ όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γκιώνης σε άρθρο του για τον Λάκη Καρνέζη, «ήταν στη μουσική παρέα που συνόδεψε το 1981 τον Μίκη Θεοδωράκη στην Αβάνα… και στη μικρή σύναξη που πραγματοποιήθηκε το τελευταίο βράδυ των συναυλιών από τον Φιντέλ Κάστρο έπαιξε τη μουσική του Ζορμπά που ζήτησε ο Κουβανός ηγέτης». Το Όσκαρ Μουσικής που κέρδισε το 1961 ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική του στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή», ταξίδεψε το μπουζούκι σε ολόκληρο τον κόσμο, ταυτίζοντάς το με την ελληνική μουσική.

Με εμπνευσμένους σολίστες αλλά και συνθέτες, όπως ο Μάνος Λοΐζος, ο Θάνος Μικρούτσικος κ.ά. που, αν και δεν χαρακτηρίζονται ως αποκλειστικά λαϊκοί, άφησαν στις επόμενες δεκαετίες σπουδαία λαϊκά τραγούδια, το μπουζούκι, συνεπικουρούμενο από τον τζούρα και τον μπαγλαμά, πρωταγωνιστεί σε σημαντικές στιγμές της ελληνικής λαϊκής μουσικής μέχρι σήμερα. Χάρη σε αυτούς μέχρι τις μέρες μας το μπουζούκι συνεχίζει να εμπνέει τους δημιουργούς και τους δεξιοτέχνες και να συγκινεί «από την πρώτη κιόλας πενιά» τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, καταγωγής.

 [/toggle]

[toggle title=”7. Η σημασία του στοιχείου σήμερα”]

Οι δεξιοτέχνες αλλά και οι απλοί οργανοπαίχτες του μπουζουκιού, του τζουρά και του μπαγλαμά, επαγγελματίες ή μη, αναγνωρίζουν τα όργανα αυτά ως βασικά στοιχεία της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Γιώργου Ζαμπέτα: «(μπουζούκι) παίζω με την ψυχή» και του Θεόδωρου Πολυκανδριώτη, που το 2000 σε ηλικία 77 ετών δήλωνε στον Πάνο Γεραμάνη: «Κουράζομαι όταν δεν παίζω μπουζούκι…», λόγια που αντικατοπτρίζουν τη σημασία του στοιχείου για τους ίδιους τους φορείς του. Πέρα από επάγγελμα, από μέσο βιοπορισμού, το μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς αποτελούν μέσα καλλιτεχνικής και συναισθηματικής έκφρασης.

Παράλληλα, το μπουζούκι, ως βασικό μέσο για την επιτέλεση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, κατέχει ξεχωριστή θέση στη συνείδηση και την ψυχή των Ελλήνων εκφράζοντας διαχρονικά τα προβλήματα, τις χαρές και τις λύπες τους, έχοντας ταυτιστεί με την ελληνική λαϊκή μουσική εντός και εκτός Ελλάδας. Αυτή η αναγνώριση της σημασίας του μπουζουκιού τόσο από τους οργανοπαίχτες, τους συνθέτες και τους τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού όσο και από σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και του διασπορικού ελληνισμού καθίσταται φανερή από την αποδοχή, τον ενθουσιασμό και την αμέριστη υποστήριξη της πρότασης εγγραφής του στοιχείου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας.

Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε από τη «Διημερίδα για το μπουζούκι» που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Θανάση Πολυκανδριώτη το 2012 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και αγκαλιάστηκε από την κοινότητα των φορέων του στοιχείου, οργανοπαίχτες, οργανοποιούς, μαθητευόμενους, μελετητές κ.ά.

[toggle title=”8.Διαφύλαξη/ανάδειξη του στοιχείου”]

α. Πώς μεταδίδεται το στοιχείο στις νεότερες γενιές σήμερα; 

Το μπουζούκι, ο τζουράς και ο μπαγλαμάς διδάσκονται σήμερα σε ωδεία και μουσικές σχολές, σε Μουσικά Γυμνάσια-Λύκεια και Πανεπιστημιακές Σχολές (για παράδειγμα στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης Πανεπιστημίου Μακεδονίας και στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων/πρώην τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του ΤΕΙ Ηπείρου), πολιτιστικούς συλλόγους και οργανισμούς ή σε κατ’ ιδίαν μαθήματα από οργανοπαίκτες, χωρίς όμως να έχει θεσμοθετηθεί ακόμη αναγνωρισμένο κρατικό πτυχίο. Δεν ήταν εύκολο και υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην ένταξη της διδασκαλίας του οργάνου στα ωδεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο Ωδείο Αθηνών η διδασκαλία του μπουζουκιού ξεκίνησε μόλις το 2014, με τον Θανάση Πολυκανδριώτη να έχει αναλάβει το πρόγραμμα σπουδών, ενώ το 2018 ο ίδιος ανέλαβε και το τμήμα παραδοσιακής μουσικής του Ωδείου του Κολλεγίου Αθηνών-Κολλεγίου Ψυχικού. Το ενδιαφέρον πανελλαδικά είναι μεγάλο, ενώ οι μαθητευόμενοι ξεκινούν πολλές φορές από μικρή ηλικία. Σημαντικό είναι επίσης ότι έχει αρχίσει να διαρρηγνύεται το φράγμα του φύλου, καθώς συναντάμε ολοένα και περισσότερες γυναίκες να διδάσκονται το όργανο αυτό. Ταμπουράδες έπαιζαν και οι γυναίκες, κάτι που, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, διακόπηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού οι Ελληνίδες στράφηκαν στα μαντολίνα και τις κιθάρες, μαζί με τα λοιπά κλασικά όργανα.

Στο πλαίσιο αυτό της μετάδοσης του μπουζουκιού και της διδασκαλίας του στις νεότερες γενιές, έχει αναπτυχθεί μια σημαντική έντυπη και διαδικτυακή βιβλιογραφία από δεξιοτέχνες του οργάνου.

Να σημειώσουμε, τέλος, ότι σημαντικοί πυρήνες εκμάθησης του μπουζουκιού λειτουργούν και στις κοινότητες του ελληνισμού από την Αμερική και την Ευρώπη ως την Αυστραλία με τη συμμετοχή μαθητών όλων των ηλικιών.

β. Μέτρα διαφύλαξης/ανάδειξης του στοιχείου που έχουν ληφθεί στο παρελθόν ή που εφαρμόζονται σήμερα (σε τοπική, περιφερειακή ή ευρύτερη κλίμακα)

Οι όποιες πρωτοβουλίες διαφύλαξης και ανάδειξης του μπουζουκιού, του τζουρά και του μπαγλαμά μέχρι σήμερα έχουν αναληφθεί κυρίως από δεξιοτέχνες του οργάνου, μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές, ερευνητές που έψαξαν με πάθος και κατέγραψαν την αφετηρία και τους σταθμούς εξέλιξής του. Εκδόσεις, συναυλίες, πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης του κοινού, τηλεοπτικά αφιερώματα έχουν κρατήσει το στοιχείο ζωντανό, φωτίζοντας την ιστορία του και αποδίδοντας φόρο τιμής στους πρωτοπόρους σολίστες και συνθέτες που το ανέδειξαν.

Ένα σημαντικό βήμα έχει γίνει με την ίδρυση του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (με έδρα του Τμήματος στην Άρτα), που δείχνει να προχωρά συγκροτημένα στη μελέτη και τεκμηρίωση της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής, στους σημαντικούς άξονες της οποίας συμπεριλαμβάνεται και το μπουζούκι.

γ. Μέτρα διαφύλαξης/ανάδειξης που προτείνεται να εφαρμοστούν στο μέλλον (σε τοπική, περιφερειακή ή ευρύτερη κλίμακα)

Πάγιο και διαρκές αίτημα των οργανοπαιχτών και όλης της κοινότητας των φορέων του στοιχείου είναι η αναγνώριση και κατοχύρωση από την ελληνική πολιτεία του ελληνικού, διακριτού τεχνικά μπουζουκιού, και η ίδρυση Ακαδημίας για τη Λαϊκή και την Παραδοσιακή Μουσική. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε από το 2005 ως το 2014 ομάδα εργασίας στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία επεξεργάστηκε την ύλη, τον οδηγό σπουδών και τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση και ένταξη 27 λαϊκών και παραδοσιακών οργάνων στην εκπαίδευση, με την απόκτηση κρατικού πτυχίου. Χρειάζεται η επεξεργασία ενός συγκροτημένου και συνολικού πλάνου για τη μελέτη, διδασκαλία, διαφύλαξη και ανάδειξη του μπουζουκιού. Από τα μουσικά σχολεία και τα ωδεία, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τέλος στην ίδρυση Ακαδημίας, όπως προαναφέρθηκε.

Παράλληλα με τη διδασκαλία είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά και σε κεντρικό επίπεδο και η τέχνη της οργανοποιίας. Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες που επιχειρήθηκαν στο παρελθόν μέσα από ΙΕΚ και ΤΕΙ δεν ευοδώθηκαν.

 [/toggle]

[toggle title=”9. Βασική Βιβλιογραφία”]

H βιβλιογραφία για το μπουζούκι, τον τζουρά και τον μπαγλαμά είναι πολύ μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρονται:

  • Κουνάδης Παναγιώτης, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, εκδ. Κατάρτι, 2003, ISBN: 960-86427-6-0
  • Κουρούσης Σταύρος, Από τον ταμπουρά στο μπουζούκι, εκδ. ORPHEUMPHONOGRAPH, 2013, ISBN: 978-618-80538-0-9
  • Πετρόπουλος Ηλίας, Ρεμπέτικα τραγούδια, εκδ. Κέδρος, 1991, 4η έκδοση, ISBN: 960-04-0051-2
  • Πολυκανδριώτης Θανάσης, Είναι εύκολο να μάθεις Μπουζούκι, εκδ. Φίλιππος Νάκας, 1999, ISBN: Μ-69150-241-9
  • Πολυκανδριώτης Θανάσης, Για μπουζούκι με ταμπλατούρα, εκδ. Φίλιππος Νάκας
  • Πολυκανδριώτης Θανάσης, Λαϊκή Αρμονία, εκδ. Φίλιππος Νάκας, 2009
  • Πολυκανδριώτης Θανάσης, Κονσέρτο για Μπουζούκι Νο 1, εκδ. Φίλιππος Νάκας, 2012 ISBN: 979-0-9016059-1-6
  • Πολυκανδριώτης Θανάσης, Οι ασκήσεις μου, εκδ. Φίλιππος Νάκας, 2016
  • Σταθακόπουλος Δημήτρης, Το Μπουζούκι στο χώρο και στο χρόνο, 2015, εκδ. Seaburn N.Y. USA ISBN: 1-59232-517-3
  • Φρονιμόπουλος Νίκος, Ο Ταμπουράς του Μακρυγιάννη και η Οργανοποιΐα του Λεωνίδα Γαΐλα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα, 2010, ISBN: 978-960-6812-11-8

[/toggle]

[toggle title=”10. Συμπληρωματικά Τεκμήρια”]

α. Kείμενα (πηγές, αρχειακά τεκμήρια κτλ.) –

β. Χάρτες: –

γ. Οπτικά και ακουστικά τεκμήρια (σχέδια, φωτογραφίες, αρχεία ήχου, βίντεο κτλ.): –

δ. Διαδικτυακές πηγές (υπερσύνδεσμοι): 

https://boulezsaal.de/event/naseer-shamma-ensemble/2020_09_17_2000

(από το Φεστιβάλ ArabicMusicDays, Οκτώβριος 2020, Βερολίνο)

[/toggle]

[toggle title=”11. Στοιχεία συντάκτη του Δελτίου”]

α.  Όνομα Συντάκτη/-ών: 

1. Αθανάσιος (Θανάσης) Πολυκανδριώτης

Ιδιότητα: Μουσικοσυνθέτης λαϊκής μουσικής με όργανο το μπουζούκι. Καθηγητής μπουζουκιού και λαϊκής αρμονίας στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Κολλεγίου Αθηνών και ειδικός επιστημών στη βαθμίδα του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής του πρώην ΤΕΙ Ηπείρου στην Άρτα.

 2. Νικόλαος (Νίκος) Φρονιμόπουλος

Ιδιότητα: Οργανοποιός καλλιτεχνικής παραδοσιακής οργανοποιίας.

3. Δημήτριος Σταθακόπουλος

Ιδιότητα: Δρ. Κοινωνιολογίας της Ιστορίας με ειδικότητα στη Συμβολή των Ρωμιών στην Οθωμανική Μουσική-Οθωμανολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Μαΐστωρ Βυζαντινής Μουσικής, Μουσικός (μπουζούκι), Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

 4. Παναγιώτης Κουνάδης

Ιδιότητα: Ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού, Ιδρυτής του Αρχείου Κουνάδη

 5. Λεονάρδος Κουνάδης

Ιδιότητα: Μουσικός, Πρόεδρος του Αρχείου Κουνάδη

 

β. Τόπος και Ημερομηνία Σύνταξης του Δελτίου: Αθήνα 1/12/2021

[/toggle]

[toggle title=”12. Τελευταία συμπλήρωση/επικαιροποίηση του Δελτίου”]

[/toggle]

[/accordion]

* To Δελτίο είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF: Μπουζούκι_Τζουράς_Μπαγλαμάς