Στο Προοίμιο της Σύμβασης για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς αναγνωρίζεται «η σημασία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς ως πηγή πολιτιστικής ποικιλομορφίας και εγγύηση βιώσιμης ανάπτυξης».
Στο άρθρο 2.1 της Σύμβασης σημειώνεται ότι «λαμβάνεται υπόψη η άυλη πολιτιστική κληρονομιά που ανταποκρίνεται στα ήδη υφιστάμενα διεθνή κείμενα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως και στην απαίτηση για αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ κοινοτήτων, ομάδων και ατόμων, και για βιώσιμη ανάπτυξη».
Στις Επιχειρησιακές Οδηγίες του 2016, ακόμη, αναφέρεται: «Με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης, τα κράτη-μέρη προσπαθούν, με κάθε πρόσφορο μέσο, να αναγνωρίσουν τη σημασία και την ενίσχυση του ρόλου της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς ως μοχλού και εγγύησης της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και να ενσωματώσουν πλήρως τη διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς στα αναπτυξιακά τους σχέδια, πολιτικές και προγράμματα σε όλα τα επίπεδα. Αναγνωρίζοντας την αλληλεξάρτηση της διαφύλαξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς με τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα Κράτη Μέρη θα επιδιώξουν τη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ των τριών διαστάσεων (της οικονομικής, την κοινωνικής και της περιβαλλοντικής) της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και την αλληλεξάρτηση αυτών με την ειρήνη και ασφάλεια, στις προσπάθειές τους για τη Διαφύλαξη και θα διευκολύνουν προς τον σκοπό αυτό τη συνεργασία με σχετικούς εμπειρογνώμονες και πολιτιστικούς διαμεσολαβητές υιοθετώντας μία συμμετοχική προσέγγιση. Τα Κράτη Μέρη θα αναγνωρίσουν τη δυναμική φύση της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς τόσο σε αστικά όσο και σε αγροτικά περιβάλλοντα και θα επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους για τη διαφύλαξη μόνο εκείνης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που είναι συμβατή με τα υφιστάμενα διεθνή εργαλεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και με τις απαιτήσεις για τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ κοινοτήτων, ομάδων και ατόμων, και της αειφόρου ανάπτυξης». (ΕΟ 170).