Οι μάντρες της Λήμνου συγκροτούν τον πυρήνα ενός συστήματος οργάνωσης του αγροτο-κτηνοτροφικού τομέα του νησιού, το οποίο καθορίζουν περιβαλλοντικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (βιοποικιλότητα, κλίμα, ανάγλυφο, παραδοσιακές αγροτικές πρακτικές, κοινωνικό-οικονομικές δομές). Γύρω από τη μάντρα αναπτύσσεται ένα σύστημα κτιριακών εγκαταστάσεων, βοσκοτόπων, καλλιεργειών και ανθρώπινων σχέσεων, που δρουν συμπληρωματικά και επέτρεψαν στους ανθρώπους να επιβιώνουν για αιώνες.
Το στοιχείο εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς το 2022 (Υπουργική Απόφαση Εγγραφής).
Πεδία Δελτίου Στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
[accordion multiopen=”true”]
[toggle title=”1. Σύντομη παρουσίαση του στοιχείου Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς “]
α. Με ποιο όνομα αναγνωρίζεται το στοιχείο από τους φορείς του:
Οι μάντρες της Λήμνου
β. Άλλη/-ες ονομασία/ες:
Το αγροτο-κτηνοτροφικό σύστημα της μάντρας της Λήμνου
γ. Σύντομη Περιγραφή
Οι μάντρες της Λήμνου συγκροτούν τον πυρήνα ενός συστήματος οργάνωσης του αγροτο-κτηνοτροφικού τομέα του νησιού, το οποίο καθορίζουν περιβαλλοντικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (βιοποικιλότητα, κλίμα, ανάγλυφο, παραδοσιακές αγροτικές πρακτικές, κοινωνικό-οικονομικές δομές). Γύρω από τη μάντρα αναπτύσσεται ένα σύστημα κτιριακών εγκαταστάσεων, βοσκοτόπων, καλλιεργειών και ανθρώπινων σχέσεων που δρουν συμπληρωματικά και επέτρεψαν στους ανθρώπους να επιβιώνουν για αιώνες.
δ. Πεδίο ΑΠΚ:
√ προφορικές παραδόσεις και εκφράσεις
√ επιτελεστικές τέχνες
√ κοινωνικές πρακτικές-τελετουργίες-εορταστικές εκδηλώσεις
√ γνώσεις και πρακτικές που αφορούν τη φύση και το σύμπαν
√ τεχνογνωσία που συνδέεται με την παραδοσιακή χειροτεχνία
√ άλλο: παραδοσιακή διατροφή, τοπική οικονομία
ε. Περιοχή όπου απαντάται το στοιχείο:
Νήσος Λήμνος, Νομός Λέσβου, Περιφέρεια Β. Αιγαίου
στ. Λέξεις-κλειδιά:
Λήμνος, σύστημα αγροτο-κτηνοτροφικής παραγωγής, μικτό γεωργο-κτηνοτροφικό σύστημα, σύνθετα αγροτικά συγκροτήματα, γεωργοκτηνοτροφική παραγωγική μονάδα, αγροκτηνοτροφικό οικιστικό σύνολο, κεχαγιάδες, καλλιέργειες, βοσκότοποι, αγροτικό τοπίο, περιβάλλον, παραδοσιακές αγροτικές πρακτικές, σύστημα κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, παραδοσιακή οικονομία, καλύβι, προβατόμαντρα, παραδοσιακή τεχνογνωσία, λαϊκή αρχιτεκτονική, ξερολιθιά, μαντρί, χειμαδιό.
[/toggle]
[toggle title=”2. Ταυτότητα του φορέα του στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς”]
α. Ποιος/-οι είναι φορέας/-είς του στοιχείου;
Φορέας της παράδοσης της Λημνιάς μάντρας είναι ο κεχαγιάς, ο Λημνιός γεωργο-κτηνοτρόφος, και οι μικρομεσαίοι παραγωγοί του νησιού, οι οποίοι πέραν της κύριας επαγγελματικής τους απασχόλησης διατηρούν έναν μικρό αριθμό ζώων και κτημάτων, που λειτουργούν συμπληρωματικά στον κύριο οικονομικό κορμό της οικογένειας. Οι κεχαγιάδες είτε διαθέτουν ιδιόκτητες μάντρες είτε τις νοικιάζουν. Οι μάντρες με το δικό τους χαρακτηριστικό αποτύπωμα στο νησιωτικό τοπίο εν πολλοίς διατηρούν τον ρόλο που παραδοσιακά διαδραμάτιζαν, αυτό της εξυπηρέτησης των αναγκών των κεχαγιάδων και του μικτού γεωργο-κτηνοτροφικού συστήματος που χαρακτηρίζει τον πρωτογενή τομέα και την οργάνωση του αγροτικού χώρου της Λήμνου. Αποτέλεσαν και αποτελούν πυρήνα ολόκληρης της αγροτικής Λήμνου, χώρο παραγωγής και κατανάλωσης της πρωτογενούς παραγωγής, σημείο συνάντησης των δύο κυρίαρχων κοινωνικοοικονομικών ομάδων της Λήμνου, του κεχαγιά και του αφεντικού, του ιδιοκτήτη της γης, εντός της οποίας εντοπίζεται η μάντρα.
β. Έδρα/τόπος
Όνομα: “ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ ”
Όμιλος Προστασίας Περιβάλλοντος και Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς Νήσου ΛΗΜΝΟΥ
Διεύθυνση: Τ.Θ. 103 Τ.Κ. Μύρινα ΛΗΜΝΟΥ ΤΚ:. 81400
e-mail: info@anemoessa.net
Όνομα: Σύλλογος Κεχαγιάδων Τσιμανδρίων
Πρόεδρος: Κλάψος Ανδρέας
Τσιμάνδρια Λήμνου
ΤΚ: 81400
γ. Περαιτέρω πληροφορίες για το στοιχείο:
Αρμόδιο/-α πρόσωπο/-α
Όνομα: Ειρήνη Λυρατζάκη
Ιδιότητα: Ανθρωπολόγος – Μέλος Επιστημονικής Γραμματείας Μεσογειακού Ινστιτούτου για τη Φύση και τον Άνθρωπο
e-mail: ilyratzaki@med-ina.org
Όνομα: Γεώργιος-Ραφαήλ Γιαννέλης – Λαογράφος – Εξωτερικός συνεργάτης Μεσογειακού Ινστιτούτου για τη Φύση και τον Άνθρωπο
e-mail: rafail.gian@yahoo.gr
Όνομα: Ήβη Νανοπούλου – Ανεμόεσσα
Ιδιότητα: Αρχιτέκτονας
e-mail: NanopoulouI@tpa.gr
Διεύθυνση: Βουκουρεστίου 23, Αθήνα
ΤΚ:10671
[/toggle]
[toggle title=”3. Αναλυτική περιγραφή του στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως απαντάται σήμερα”]
Η μάντρα της Λήμνου είναι μια ολοκληρωμένη παραγωγική μονάδα, η οποία αποτελείται από ένα κτίσμα με τους βοηθητικούς του χώρους και τη γεωργική έκταση που το περιβάλλει. Ενώ η μάντρα της Λήμνου έχει ως σημείο αναφοράς τα ομώνυμα κτίσματα, αντιπροσωπεύει κάτι πολύ περισσότερο από αυτά, καθώς αποτελεί το κέντρο, χωρικά, οικονομικά, κοινωνικά και συμβολικά ολόκληρου του αγροτικού κόσμου του νησιού, δηλαδή ένα ολοκληρωμένο σύστημα οργάνωσης της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. H πορεία της, ήδη εντοπισμένη στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους, συνεχίζει αδιάκοπα να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κεχαγιάδων.
Δεν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει την αξία της μάντρας σήμερα αν τη δει αποκομμένη από το ρόλο που διαδραμάτισε στο παρελθόν ως το μέσο επιβίωσης και προκοπής των κεχαγιάδων, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Λημνιακής κοινωνίας. Οι παραδοσιακές πρακτικές και τα προϊόντα της Λήμνου ενσωματώνουν τη ζωντανή κληρονομιά και σοφία που κληροδοτήθηκε από το παρελθόν, δημιουργώντας μια γέφυρα που συνδέει ιστορικά το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Τέτοιες πρακτικές περιλαμβάνουν ένα αίσθημα υπερηφάνειας, αυθεντικότητας, ακεραιότητας έθους (habitus) και μάθησης που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και μιας πνευματικής διάστασης που έχει τις ρίζες της στη σχέση μεταξύ Λημνιών, του χώρου και των φυσικών πόρων του νησιού, της οποίας η μάντρα αποτελεί το χώρο αναφοράς και το κεντρικό χαρακτηριστικό.
Ο ρόλος που διαδραματίζει η μάντρα ιστορικά συνδέεται άμεσα με το γεωργο-κτηνοτροφικό περιβάλλον, λόγω της ανάγκης του κεχαγιά να ζει σε στενή επαφή με τα ζώα και την καλλιεργήσιμη γη. Αυτού του είδους η διευθέτηση υπήρξε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα μοναδικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν κατοικήσει και διαχειριστεί τον χώρο τους σε αρμονία με τα φυσικά στοιχεία, την αγροτική γη, ενώνοντας την πρωτογενή παραγωγή που απαιτείται για την ανθρώπινη διατροφή με τον έλεγχο και τη φροντίδα του γεωργικού περιβάλλοντος.
Έχοντας συσσωρεύσει πολύτιμη εμπειρία εκατοντάδων ετών, οι κεχαγιάδες εφάρμοζαν μια σειρά παραδοσιακών καλλιεργητικών πρακτικών, που τους επέτρεπε να αξιοποιούν κατά το μέγιστο τη διαθέσιμη γη και να παράγουν το σύνολο σχεδόν των προϊόντων που τους ήταν απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Σήμερα και πριν η παραδοσιακή γνώση χαθεί για πάντα, το σύστημα της μάντρας προσφέρει πολύτιμα μαθήματα διαχείρισης του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής της Λήμνου.
Διασκορπισμένες σε όλο το νησιωτικό τοπίο, πετρόχτιστες οι παλιότερες, και με σύγχρονα υλικά οι νεότερες, οι μάντρες αφήνουν το δικό τους ξεχωριστό αποτύπωμα. Αναφορικά με τα υλικά κατασκευής τους, στις παλαιότερες, παραδοσιακές μάντρες κυριαρχεί η πέτρα, που εξορυσσόταν από τα γύρω βουνά όπου βρισκόταν σε αφθονία, τα αυτοφυή καλάμια, η λάσπη και τα φύκια, ενώ στις σύγχρονες μάντρες γίνεται χρήση πλέον του μπετόν και της λαμαρίνας. Οι βοηθητικοί της χώροι διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο τόπος όπου χτίζεται μια μάντρα πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις: να είναι εκτεθειμένος στον ήλιο τις περισσότερες ώρες της ημέρας, να βρίσκεται σε επικλινές έδαφος ώστε να αποφεύγεται η στασιμότητα βρόχινων νερών, να προστατεύεται από τους βόρειους ανέμους.
Οι μάντρες βρίσκονται στο μέσο περίπου της αγροτικής εκμετάλλευσης, η οποία ονομάζεται ζευγάρι. Είναι χτισμένες συνήθως σε σημείο περίοπτο, νευραλγικό, ώστε να ελέγχει τον χώρο, αλλά και προστατευμένο από τους δυνατούς βόρειους ανέμους. Το ζευγάρι περιλαμβάνει μια περιοχή, η καλλιέργεια της οποίας παραδοσιακά απαιτούσε ένα ζευγάρι βόδια για να καλλιεργηθεί. Το μέγεθός του δεν μετριέται σε στρέμματα, αλλά με τη δυνατότητα να συντηρήσει δύο νοικοκυριά, δηλαδή δύο οικογένειες (του κεχαγιά και του ιδιοκτήτη), ένα κοπάδι αιγοπροβάτων, τα αροτριώντα ζώα και να διασφαλίζει περίσσεια γεννήματος για να καλύψει τις ανάγκες της φορολογίας, της εξαγωγής, και της ανταλλακτικής οικονομίας (η οποία περιοριζόταν όμως μόνο εντός της ομάδας των κεχαγιάδων). Η έκταση του ζευγαριού πρέπει να έχει και αρόσιμες γαίες, τα αποκαλούμενα τσαγίρια, που σπέρνονται με τα πρωτοβρόχια και αποτελούν μέρος του βοσκοτόπου του κοπαδιού σε περιόδους τοκετών ή κακοκαιρίας. Επίσης, στην έκταση του ζευγαριού περιλαμβάνονται και ορισμένα ορεινά βοσκοτόπια που ονομάζονται μοιράδια.
Το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης που αντιστοιχεί σε κάθε μάντρα και η ίδια η τυπολογία του κτηριακού συγκροτήματος (βλ. ενότητα 4) διαφέρουν ανάλογα με τον χαρακτήρα του τοπίου και τη μορφολογία του εδάφους, προκειμένου να εξυπηρετούν αποτελεσματικά τις ανάγκες των κεχαγιάδων και την αντίστοιχη οργάνωση της αγροτο-κτηνοτροφικής παραγωγής στις διάφορες περιοχές του νησιού.
Στις ορεινές περιοχές, όπου οι κεχαγιάδες ασχολούνται περισσότερο με την κτηνοτροφία, οι μάντρες δεν έχουν μεγάλη πυκνότητα και διαχειρίζονται συνήθως μεγάλες εκτάσεις που αποτελούνται κυρίως από βοσκοτόπια. Παράλληλα, η απομακρυσμένη πρόσβαση από τα χωριά σημαίνει ότι η μάντρα πρέπει να εξασφαλίζει μια σχετική αυτάρκεια στον κεχαγιά και την οικογένειά του, με αποτέλεσμα το κτηριακό συγκρότημα να είναι πιο σύνθετο, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων αλώνι, εξωτερικό ξυλόφουρνο, μπαξέ με φρούτα και λαχανικά και μικρές εκτάσεις με αμπέλια. Αντίθετα, σε μικρότερα υψόμετρα, κοντά στους οικισμούς και σε πιο εύφορα εδάφη, οι μάντρες διαχειρίζονται μικρότερες εκτάσεις και έχουν μεγαλύτερη πυκνότητα. Οι μάντρες αυτές, καθώς δεν διαθέτουν μεγάλες εκτάσεις από φυσικό βοσκότοπο, συνήθως περιλαμβάνουν τα τσαγίρια.
Η Λήμνος, όπως και όλα τα ελληνικά νησιά που διατηρούν πρωτογενή παραγωγή, εμφανίζει τάσεις εντατικοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες, με τον αριθμό των αγροτικών εκμεταλλεύσεων να μειώνεται και το μέσο μέγεθος τους να αυξάνεται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως παρουσιάζονται στο Dimopoulos et. al. (2018), το μέσο μέγεθος της εκμετάλλευσης στη Λήμνο τριπλασιάστηκε την περίοδο 1961-2010, ενώ το μέσο μέγεθος κοπαδιού πενταπλασιάστηκε την ίδια περίοδο. Η μεταβολή αυτή συνδέεται και με την εγκατάλειψη πολλών παραδοσιακών μαντρών, οι οποίες ενσωματώθηκαν σε μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις. Παρ’ όλα αυτά, το αγροτο-κτηνοτροφικό σύστημα της μάντρας εξακολουθεί να διατηρεί τον εκτατικό του χαρακτήρα, ο οποίος βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ εκτατικής βόσκησης και αροτραίων καλλιεργειών για ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών και ανθρώπινη κατανάλωση.
Όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς, στο παρελθόν, όταν οι περιουσίες ήταν μαζεμένες στα χέρια των μεγαλοϊδιοκτητών γης και τα εργατικά χέρια πολλά, οι μάντρες παραχωρούνταν σε ακτήμονες κεχαγιάδες με αντίτιμο το ήμισυ της παραγωγής (μισιακό ή τεμσάρκο, το μισό γέννημα), και επιπλέον συνδέονταν με μια σειρά από υποχρεώσεις από την πλευρά του κεχαγιά (παροχή διαφόρων υπηρεσιών προς την οικογένεια του αφεντικού). Σήμερα, οι μάντρες είναι είτε ιδιόκτητες είτε ενοικιάζονται με συγκεκριμένο αντίτιμο από τους κεχαγιάδες που τις διαχειρίζονται. Το κεχαγιαδόσπιτο, η κατοικία στη μάντρα, είναι πλέον εξοπλισμένη να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες υγιεινής και τεχνολογικού εξοπλισμού, ηλεκτροδοτείται και αποτελεί τόπο διαμονής και εργασίας του κεχαγιά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η μετατόπιση του ιδιοκτήτη της μάντρας, από το αφεντικό στον κεχαγιά σήμανε ένα πλήθος αλλαγών που αντανακλώνται γενικότερα στον τρόπο αντίληψης, διαχείρισης/χρήσης και συζήτησης περί μάντρας.
Οι βασικές αρχές που πρεσβεύει το σύστημα της μάντρας αφορούν μια ολιστική διαχειριστική προσέγγιση. Μαζί με την επιστημονική γνώση, η πρακτική εμπειρία που μεταδίδεται από την παλαιότερη στη σύγχρονη γενιά αποτελούν το δρόμο για ένα αειφορικό μέλλον του νησιού. Οι σύγχρονοι Λημνιοί, φορείς πλέον και οι ίδιοι της πολύτιμης παραδοσιακής οικολογικής γνώσης, συνεχίζουν να αισθάνονται έναν βαθύ και ουσιαστικό δεσμό με τη φύση και αισθάνονται περήφανοι για την κληρονομιά που συνεχίζουν.
[/toggle]
[toggle title=”4. Χώρος/εγκαταστάσεις και εξοπλισμός που συνδέονται με την επιτέλεση/ άσκηση του στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς”]
Οι μάντρες αποτέλεσαν τις υλικές υποδομές γύρω από τις οποίες αναπτύχθηκε το ομώνυμο σύστημα παραγωγής, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της αγροτο-κτηνοτροφικής παραγωγής της Λήμνου, του θεμέλιου λίθου της οικονομίας της. Η μονόχωρη μάντρα παρουσιάζει ομοιότητες ως προς τα κατασκευαστικά της χαρακτηριστικά και την οργάνωση του χώρου της με κτήρια που αποκαλύπτονται σε προϊστορικούς οικισμούς της Λήμνου, όπως λ.χ., στην Πολιόχνη (τελική νεολιθική, ύστερη εποχή του χαλκού). Η ομοιότητα των αρχιτεκτονικών τεχνικών δείχνει ότι για πολλούς αιώνες οι ντόπιοι εξυπηρετούσαν με παρόμοιο τρόπο παρεμφερείς ανάγκες.
Ως δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, οι μάντρες είναι λειτουργικές κατασκευές που φτιάχνονταν για να διαρκούν για αιώνες και να εξυπηρετούν τις ανάγκες και των γενεών που θα τις λειτουργήσουν και θα τις κατοικήσουν.
Οι μάντρες της Λήμνου ποικίλουν σε μέγεθος, δομή και αρχιτεκτονική διάταξη, ανάλογα με τις ανάγκες που εξυπηρετούσαν, έχουν όμως όλες κάποια κοινά στοιχεία: τον αχυρώνα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις διέθετε και καταπακτή για την κοπριά, τις ταΐστρες, χτισμένες σε σκιερό μέρος χωρίς παράθυρα, και το σπίτι του κεχαγιά, το οποίο βρίσκεται συνήθως μέσα στην περίμετρο της μάνδρας. Το σώμαντρο και ο μπόντ’λας είναι άλλα δύο σημαντικά στοιχεία της μάντρας. Το σώμαντρο είναι ένας περιφραγμένος χώρος στη μάντρα, όπου συγκεντρώνονταν τα πρόβατα ώστε να οδηγηθούν για άρμεγμα μέσω του μπόντ’λα, μιας μικρής πόρτας που επέτρεπε στα ζώα να οδηγούνται ένα-ένα προς τον αρμεχτή. Το σώμαντρο, όπως και ο αυλόγυρος, ήταν κατασκευασμένα από ξερολιθιά (ξεροτροχαλιά στην τοπική διάλεκτο), σε αντίθεση με τα κτίσματα, που είχαν συνδετικό υλικό.
Ο Σηφουνάκης, στην κλασική του μελέτη Μια άγνωστη αρχιτεκτονική, οι μάντρες στη Λήμνο και στα άλλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, επιχειρεί να δημιουργήσει μια τυπολογία μανδρών, διακρίνοντας πέντε βασικούς τύπους (οι πέντε τύποι περιλαμβάνονται ως ένθετοι στο σχέδιο “Το σύστημα της μάντρας” στο παράρτημα). Αρχικά, υπήρχαν οι μάντρες ενός δωματίου, οι οποίες παρείχαν καταφύγιο και προστασία στους κεχαγιάδες (Τύπος Α), ενώ σταδιακά αναπτύχθηκαν ως κτηνοτροφικές μονάδες. Αυτός ο βασικός τύπος μάνδρας, ο οποίος αργότερα εξελίχθηκε στους άλλους τέσσερις τύπους, αποτελούνταν από ένα ορθογώνιο κτήριο (περίπου 4,5×3μ) με χωμάτινο πάτωμα. Περιλάμβανε μια ξύλινη στέγη, μια μικρή πόρτα εισόδου, ένα τζάκι και μερικές φορές ένα μικρό παράθυρο με νότιο προσανατολισμό. Επίσης, είχε έναν ελαφρώς υπερυψωμένο ξύλινο οντά, που χρησίμευε ως κρεβάτι. Συνήθως, αυτά τα κτήρια περιβάλλονταν από τον πέτρινο μαντρότοιχο (το σώμαντρο/ξεροτροχαλιά), το οποίο κρατούσε τα ζώα μέσα στην περίμετρο και επέτρεπε την εκτέλεση άλλων δραστηριοτήτων, όπως η κουρά των προβάτων και το άρμεγμα.
Η τύπου B μάντρα (αγροτική) κάλυπτε επίσης πλήρως τις γεωργικές ανάγκες των κεχαγιάδων, αλλά και τις ανάγκες των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούσαν (της οικογένειας του κεχαγιά) για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Η μάντρα τύπου Β περιλάμβανε έναν χώρο διαμονής, έναν στάβλο για τα ζώα εργασίας (π.χ. αγελάδες, μουλάρια και άλογα), έναν αποθηκευτικό χώρο για χόρτα και σανό, το σώμαντρο, ένα αλώνι και έναν ειδικό χώρο για τον ξυλόφουρνο. Σπανιότερα διέθεταν καζάνι για απόσταξη τσίπουρου εάν ο κεχαγιάς διέθετε και αμπελώνες.
Η μάντρα τύπου Γ (αγροτο-κτηνοτροφική) εξυπηρετεί τις ανάγκες των γεωργικών δραστηριοτήτων, της κτηνοτροφίας και της στέγασης. Βρίσκεται σε περιοχές όπου συνυπάρχουν χωράφια και βοσκότοποι. Αυτό που διακρίνει τον τύπο Γ από τους τύπους Α και Β είναι το χαγιάτι, το οποίο είναι ένα κτίσμα που προστατεύει τα πρόβατα. Η μάντρα τύπου Δ (κτηνοτροφική) βρίσκεται συνήθως σε απομακρυσμένες περιοχές και σε μεγάλο υψόμετρο, όπου ασκείται μόνο η κτηνοτροφία. Οι δομές της περιλαμβάνουν το χαγιάτι, το σπίτι του κεχαγιά και το σώμαντρο. Η μάντρα τύπου Ε (μεικτή-οικογενειακή) έχει το ίδιο μέγεθος και διάταξη με τον τύπο Β. Συχνά δεν διαθέτει αλώνι αλλά έχει ένα ιδιαίτερου τύπου τοξωτό χαγιάτι. Όλοι οι τύποι μάντρας κατασκευάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρουν προστασία από τους βόρειους ανέμους.
Εκτός από τα βασικά της στοιχεία, η μάντρα μπορούσε να περιλαμβάνει χοιροστάσιο (γκουρτζελοκούμασο), κοτέτσι (ορνιθοκούμασο), περιστερώνα, πέτρινο φούρνο, έναν ειδικό χώρο για τον απογαλακτισμό αρνιών και τον σταλό, ένα δέντρο, συνήθως μια μουριά ή συκιά, όπου τα ζώα έβρισκαν καταφύγιο από τον ήλιο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Παρόμοιες κατασκευές βρίσκονται σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Ωστόσο, μόνο στη Λήμνο οι μάντρες αποτελούνται από περισσότερα από ένα δωμάτια, ενώ ο γύρω χώρος είναι επαρκώς οργανωμένος, και περιλαμβάνει καλλιεργήσιμες εκτάσεις, μικρά λιβάδια, αποθήκες, στάβλους, αχυρώνες κ.λπ. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιούνταν τοπικές πρώτες ύλες, όπως πέτρες (συμπεριλαμβανομένων των μονόλιθων) για τους τοίχους και τα υπέρθυρα, καλάμια και ξύλο για τα κατώφλια, την επένδυση της οροφής, τις πόρτες και τα παράθυρα, και πηλόχωμα ενισχυμένο με άχυρο για το εσωτερικό. Ως εκ τούτου, ενσωματώνονται τέλεια στο τοπίο που εκφράζει genus loci το πνεύμα του τόπου. Με τη μορφολογική τους απλότητα εκφράζουν σεβασμό στην ανθρώπινη κλίμακα και τα χαρακτηριστικά των τοπίων.
Η πέτρα είναι ένα ιδανικό φέρον υλικό, καλά προσαρμόσιμο στο έδαφος, που προσφέρει αντοχή στον χρόνο και προστασία, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως μονωτικό υλικό, τέλεια προσαρμοσμένο στην ανάγκη για προστασία από τις τοπικές καιρικές συνθήκες. Το καλοκαίρι η μάντρα με τα ανοίγματα που έχει διατηρείται δροσερή, προστατευμένη από τον έντονο ήλιο και κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με τη βοήθεια τζακιών, τα πέτρινα σπίτια διατηρούν μια σταθερή θερμοκρασία. Στο παρελθόν, το ξύλο, κυρίως εισαγόμενο από τη Βόρεια Ελλάδα (από τη Θάσο και το Άγιο Όρος), χρησιμοποιήθηκε για ζεστασιά και σπανίως για μαγείρεμα.
Ολόκληρος ο χώρος της λημνιάς μάντρας, είτε ως κτηριακό σύνολο δομημένου χώρου, είτε αθροιστικά ως σύνολο γης και ζώων (αυτό που ονομάζουμε «αγροτική εκμετάλλευση»), σημασιοδοτείται και νοηματοδοτείται από τη βιωμένη εμπειρία των κεχαγιάδων, από εθιμικές και επιτελεστικές πρακτικές. Εξαιτίας του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της, μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα αποτέλεσε ένα ιεραρχημένο και συγκρουσιακό πεδίο όπου κάθε χώρος και κάθε σημείο – όριο-ορόσημό του αποκτά και μία επιπλέον διάσταση, εκείνη του φαντασιακού. Η μάντρα και η έκταση του ζευγαριού, κείμενη εκτός των κοινοτικών ορίων του δομημένου χώρου, βρίσκεται ανάμεσα στον εξαγνισμένο χώρο του χωριού και τον μη εξανθρωπισμένο της φύσης. Βιώνεται και προβάλλεται ως ο μεθοριακός τόπος που στοχεύοντας στην παραγωγή και στην κατανάλωση των αγαθών αφήνει να επισυμβούν ένα σύνολο μαγικών και θρησκευτικών παράδοξων. Έτσι, η πόρτα της μάντρας παίζει τον ρόλο ανάμεσα στον εξωτερικό / μη ιερό χώρο της φύσης και ως εκ τούτου πρέπει να λειτουργεί αποτροπαϊκά ως προς τους εξωτερικούς, πραγματικούς ή και φανταστικούς εχθρούς. Η πόρτα κατά κανόνα σταυρώνεται με αίμα ζώου που δρα αποτρεπτικά, αλλά στο ανώφλι της τοποθετούνται τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο κεχαγιάς κατά το όργωμα. Ο χώρος που αρμέγεται το κοπάδι συμπυκνώνει και αυτός ένα σύνολο νοημάτων και πρακτικών που έχει διασωθεί τόσο στην καταγεγραμμένη προφορική παράδοση όσο και στη ζώσα συλλογική μνήμη, η οποία εξακολουθεί να αναπαράγεται και να εμπλουτίζεται. Συνήθως στο χώρο του μπόντ’λα γίνονται και τα τάματα στα μεγάλα πανηγύρια του νησιού και σχετίζονται με την υγεία του κοπαδιού (γκουρμπάνια). Ο φούρνος και το κεχαγιαδόσπιτο αποτελούν σημεία-σύμβολα που επανέρχονται αφενός στη συλλογική μνήμη, αφετέρου προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες για μαγείρεμα, γεύμα, συνεύρεση πολλών ατόμων για συμποσιασμό. Πολλές μάντρες στον χώρο του στάβλου έχουν ένα μικρό εικονοστάσι αφιερωμένο στη μνήμη του προστάτη αγίου της Λημνιάς μάντρας, του Άγιου Μόδεστου, τον οποίο και τιμούν με κάθε σεβασμό σε πολλές κοινότητες του νησιού. Το δάπεδο, επίσης, παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε θυσίες που σχετίζονται με το γάλα, καθώς πιστεύεται ότι αποτελεί τον τόπο κατοικίας των νεκρών οι οποίοι εμφανίζονται να διεκδικούν μέρος της παραγωγής.
Η στέγη, μεταιχμιακή ως προς το ότι χωρίζει το μέσα από το έξω, σκεπάζοντάς το, εμφανίζεται ως δίαυλος επικοινωνίας με το θεϊκό στοιχείο͘, η έκθεση καρπών «στο άστρο» σε συγκεκριμένες για τον κεχαγιά ημερομηνίες (το Δωδεκαήμερο) έρχεται να υποδείξει την ανάγκη αναζήτησης και εξευμενισμού του θείου από τον κεχαγιά. Ο αφηγηματικός χάρτης κάθε «ζευγαριού» αποτυπώνει τη διαμάχη ανάμεσα στο αφεντικό και τον κεχαγιά, τον τρόπο απόκτησης των μεγάλων περιουσιών στο νησί και τα εξωκκλήσια που βρίσκονται είτε στο εσωτερικό τους είτε στα όρια με τα γειτονικά «ζευγάρια» λειτουργούν ως μνημονικά ίχνη για την προφορική ιστορία των δύο εμπλεκόμενων ομάδων, ιστορία που αναπαράγεται και διανθίζεται από τις νεότερες γενιές.
[/toggle]
[toggle title=”5. Προϊόντα ή εν γένει υλικά αντικείμενα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της επιτέλεσης/άσκησης του στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς”]
Ως χώρος εργασίας, παραγωγής και κατοικίας του κεχαγιά, η Λημνιά μάντρα, τόσο ως ζωική όσο και ως καλλιεργητική εκμετάλλευση αποδίδει ένα σύνολο προϊόντων και διασώζει ένα σύνολο πρακτικών που συγκερνούν εξίσου τη γεωργία με την κτηνοτροφία. Στη μάντρα διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα της εκτατικής γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που επιτρέπουν στους κατοίκους της να επιβιώσουν εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που τους προσφέρει ο τόπος και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν τους περιορισμούς του νησιωτικού περιβάλλοντος.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών επέτρεψαν σε περιοχές της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας, αλλά και σε αυτές που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο να καλλιεργήσουν μεγάλες εκτάσεις γης με μεγάλες αποδόσεις. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα χαμηλά έξοδα μεταφοράς προς τις αγορές σε σχέση με τις νησιωτικές περιοχές, κατέστησαν τις καλλιέργειες των νησιωτικών και δη των απομακρυσμένων και σε υψόμετρο περιοχών κοστοβόρες και μη αποδοτικές και οδήγησαν σε εγκατάλειψη πολλών παραδοσιακών καλλιεργειών. Το σύστημα παραγωγής της μάντρας στοχεύει στη βέλτιστη απόδοση όλων των ειδών των εδαφών, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει τις παραδοσιακές γνώσεις και πρακτικές και δεν εξαντλεί τους φυσικούς πόρους.
Κυρίως μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, την αγροτική παραγωγή του νησιού μονοπωλούν δύο εξαγώγιμες καλλιέργειες, τα καπνά και το βαμβάκι, δίνοντας έτσι το κίνητρο για ενασχόληση των κεχαγιάδων με την γεωργική παραγωγή, μιας και τα δύο αυτά φυτά εξάγονταν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και η παραγωγή σχεδόν εξολοκλήρου εμπορευματοποιούνταν. Διαχρονικά το σύστημα της μάντρας επέτρεψε την παραγωγή μιας σειράς μοναδικών παραδοσιακών αγαθών που αντικατοπτρίζουν με τον καλύτερο τρόπο την αρμονική σχέση των ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον, όταν εφαρμόζονται αειφορικοί τρόποι παραγωγής. Κατά τη σύγχρονη εποχή τα παρακάτω αποτελούν προϊόντα που παράγονται στη μάντρα:
Κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα και υποπροϊόντα
Η Λήμνος είναι ένα κατεξοχήν κτηνοτροφικό νησί με μακροχρόνια παράδοση. Το τυρί ειδικά, αποτελεί για τους κατοίκους του νησιού ένα αγαθό με ιδιαίτερη συμβολική αξία και κατέχει το ρόλο που διατηρεί το ελαιόλαδο στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες. Κάθε οικογένεια πρέπει να εξασφαλίζει κάθε χρόνο το τυρί που είναι απαραίτητο για την επιβίωσή της. Πολλοί κεχαγιάδες, ακόμη και σήμερα, τυροκομούν στους διαμορφωμένους χώρους του κεχαγιαδόσπιτου τυρί, που αποθηκεύουν για τις ανάγκες τους, ενώ κάποιοι από αυτούς το πωλούν καθετοποιώντας την παραγωγή. Το τυρί, όπως άλλωστε και το κρέας, είναι προϊόντα που παράγονται κατά κανόνα στη μάντρα.
Το καλαθάκι Λήμνου, προϊόν ΠΟΠ, είναι τυρί που παρασκευάζεται παραδοσιακά σε μικρά καλαθάκια πλεγμένα με βούρλα (τα τυρβόλια, που στις μέρες μας είναι κυρίως πλαστικά) από αιγοπρόβειο γάλα, αλατίζεται και συντηρείται σε άρμη. Έχει αλμυρή και ήπια γεύση και πήρε το όνομά του από τα καλαθάκια στα οποίο τοποθετείται κατά την παρασκευή του που του δίνουν τη χαρακτηριστική του όψη.
Το μελίπαστο/μελίχλωρο Λήμνου παρασκευάζεται και αυτό στα καλαθάκια από βούρλο, όμως στη συνέχεια αλατίζεται ελαφρά, αποστραγγίζεται και ξηραίνεται σε ειδικά κλουβιά ώσπου να ωριμάσει και να αποκτήσει το χαρακτηριστικό χρυσαφί του χρώμα. Παλιότερα το μελίπαστο μετά από μερικές μέρες αποκτούσε ιδιαίτερα σκληρή υφή και χρησιμοποιούνταν κυρίως τριμμένο. Μετά τη διάδοση της χρήσης του ψυγείου διατηρούνταν για αρκετό καιρό φρέσκο μέσα σε πλαστικές συσκευασίες, ενώ τα τελευταία χρόνια μένει πλέον αναλλοίωτο για πολλούς μήνες μέσα σε συσκευασία κενού αέρος. Ανέκαθεν είχε πολύ μεγάλη οικονομική και συμβολική αξία, την οποία διατηρεί και σήμερα. Μπορούσε να διατηρηθεί και να καταναλωθεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα εκτός άρμης και ήταν τόσο σημαντικό που οι πληρωμές για την ενοικίαση εκτάσεων γης στο νησί αποτιμούνταν σε κεφαλάκια μελίπαστου.
Το τυρόγαλο (τσίρος), το κυριότερο υποπροϊόν της πήξης του γάλακτος, χρησιμεύει ως η πρώτη ζωοτροφή στη διατροφή του οικόσιτου χοίρου, που κατά κανόνα, και ακολουθώντας τον κύκλο παραγωγής του κοπαδιού, σφάζεται την επομένη των Χριστουγέννων («Αγιό Γουρ’τσ’ λιάς»).
Το πρόβειο και το κατσικίσιο κρέας ήταν ανάμεσα στις ζωικές πρωτεΐνες που καταναλώνονταν στη Λήμνο, ενώ η κατανάλωση του βόειου κρέατος ήταν στο παρελθόν περιορισμένη, μιας που τα βόδια θεωρούνταν ιερά ζώα εξαιτίας της ικανότητάς τους να οργώνουν. Τα κοτόπουλα που εκτρέφονται και τα αυγά λειτουργούν ως μια μορφή χρήματος που ειδικά στις παλιότερες εποχές εξασφάλιζαν στην οικογένεια δια της ανταλλαγής όσα δεν μπορούσε να παράγει, κυρίως λάδι, πετρέλαιο και ζάχαρη. Σήμερα επιτελούν έναν άλλο ρόλο, εκείνο της κάλυψης ηθικής υποχρέωσης.
Η κοπριά που προκύπτει κυρίως τους χειμερινούς μήνες από τον σταβλισμό των ζώων ή τους θερινούς από το στάλισμά τους σε σκιερό μέρος, χρησιμοποιείται ως φυσική οργανική λίπανση για τα κτήματα με τα ποτιστικά ή τους λειμώνες και τα ορεινά βοσκοτόπια εγγύτερα της μάντρας (τα τσαγίρια), επιτρέποντας την δημιουργία εύφορων οικοσυστημάτων και εμπλουτίζοντας το έδαφος με ωφέλιμους μικροοργανισμούς και θρεπτικά στοιχεία.
Δημητριακά
Η καλλιέργεια του σιταριού και άλλων δημητριακών είναι από τις παλαιότερες καλλιέργειες του νησιού, απαραίτητη για την επιβίωση των κατοίκων της Λήμνου. Τόσο οι ενδημικές ποικιλίες, όσο και άλλες, νεότερες που εισήχθησαν, βρήκαν στο έδαφος της Λήμνου το ιδανικό περιβάλλον για εξαιρετικής ποιότητας και γεύσης δημητριακά, όπως η σκολόπετρα, το καπέλι και η Λήμνος (η τελευταία αποτελεί επιλογή από τους καλύτερους γενότυπους της τοπικής ποικιλίας Ασπρόσταρο Ρωμανού). Το μαυραγάνι, μια τοπική, βελτιωμένη ποικιλία, έχει όπως λέει και το όνομά του μαύρα άγανα και η καλλιέργειά του επανεισάχθηκε πριν μερικά χρόνια ενώ είχε σχεδόν χαθεί. Από αυτό παρασκευάζεται μιας μοναδικής νοστιμιάς ψωμί. Από το σιτάρι παρασκευάζονται και τα περίφημα φλωμάρια, οι χυλοπίτες της Λήμνου. Η τοπική ποικιλία κριθαριού Παναγιάς εξακολουθεί να καλλιεργείται από τους κεχαγιάδες, ενώ έχει εξαιρετική προσαρμοστικότητα στο τοπικό κλίμα. Μαζί με τη βρώμη, τον σμιγό (συγκαλλιέργεια βρώμης-κριθαριού) και παλαιότερα το ρόβι, αποτελούν τις πιο αποδοτικές ζωοτροφές για το ζωικό κεφάλαιο του νησιού.
Αμπέλι
Καλλιέργεια που υπάρχει στη Λήμνο από την αρχαιότητα. Κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους η Λήμνος αναφέρεται ως τόπος παρασκευής καλού κρασιού που εξαγόταν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Κατά τον 19ο αιώνα η παραγωγή προοριζόταν για ιδιοκατανάλωση. Συνεχίστηκε και στον επόμενο αιώνα, όταν εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το νησί. Σε αυτό βοήθησαν και οι παραδοσιακές γνώσεις για την καλλιέργεια της αμπέλου που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία όταν εγκαταστάθηκαν στο νησί τη δεκαετία του 1920. Η παραδοσιακή ποικιλία πριν την εισαγωγή του Μοσχάτου Αλεξανδρείας, που αποτελεί σήμερα το πιο γνωστό οινικό προϊόν και σήμα κατατεθέν του νησιού, ήταν η ποικιλία καλαμπάκι, που παράγεται πλέον σε περιορισμένες ποσότητες. Το κρασί μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο προϊόν της Λήμνου και μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για πολλά άλλα παραδοσιακά τοπικά προϊόντα.
Άφκος και λαφύρι/λαθούρι (Lathyrus ochrus & lathyrus sativus)
Ο άφκος και το λαφύρι αποτελούν δύο τοπικές ποικιλίες καρπών της γνωστής φάβας και έχουν μοναδική γεύση και ιδιότητες. Ξηρικές καλλιέργειες, είναι μέλη της οικογένειας του βίκου, και είναι ψυχανθή που καλλιεργούνται κυρίως τους ανοιξιάτικους μήνες. Και τα δύο είδη, αποτελούσαν βασικά στοιχεία της λημνιακής διατροφής και καταναλώνονταν κατά κόρον στο παρελθόν, ενώ θεωρούνταν το φαγητό των φτωχών. Η καλλιέργειά τους δεν είναι απαιτητική, σε αντίθεση με τη συλλογή τους που είναι δυσκολότερη. Και τα δύο είδη έχουν εξαιρετική θρεπτική αξία σύμφωνα με τους ειδικούς. Ενώ η καλλιέργειά τους είχε παρακμάσει, τα τελευταία χρόνια βρήκαν ξανά τη θέση που τους αρμόζει τόσο στο λημνιακό τραπέζι όσο και εκτός νησιού.
Φασόλι ασπρομύτικο (Vigna unquiculate)
Το ασπρομύτικο φασόλι είναι μια τοπική, παραδοσιακή ποικιλία που μοιάζει πολύ με τα μαύρα φασόλια, αλλά είναι μικρότερο. Η καλλιέργειά του απαιτεί μέτριες θερμοκρασίες. Στο παρελθόν, μεγάλες ποσότητες του ασπρομύτικου εξάγονταν στα νησιά του Αιγαίου και τη Βόρεια Ελλάδα. Η καλλιέργειά του είναι μάλλον δύσκολη, ενώ και η διαδικασία καθαρισμού και διαχωρισμού του από τις ακαθαρσίες είναι κοπιώδης. Μολονότι η Ατσική φημίζεται για το ασπορομύτικο φασόλι της, ωστόσο το είδος καλλιεργείται σε όλη τη Λήμνο ειδικά τα τελευταία χρόνια, όπου η καλλιέργειά του ευδοκιμεί σε όλο το νησί.
Σουσάμι
Το σουσάμι κατά το παρελθόν ήταν μια ιδιαίτερα αποδοτική καλλιέργεια. Ενώ ήταν αρκετά απαιτητική, ο καρπός μπορούσε να αποθηκευτεί για μεγάλες περιόδους και το λάδι του είχε κεντρική θέση στην λημνιακή κουζίνα, εν απουσία του ελαιόλαδου που δεν παραγόταν στο νησί κατά τους τελευταίους αιώνες. Το σουσάμι και τα προϊόντα τους εξαγόταν επίσης στον Πειραιά, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τη Σύμη, όπου με αυτό έφτιαχναν χαλβαδόπιτες. Το σουσάμι αποτελούσε πολύτιμο αγαθό στην ανταλλακτική κοινωνία του παρελθόντος και χρησιμοποιούνταν ως πληρωμή για την παροχή εργασίας. Η παραγωγή του συνεχίζεται και στις μέρες μας, παρ’ ότι είχε εγκαταλειφθεί για μια μεγάλη περίοδο και ο τρόπος καλλιέργειάς του δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου από το παρελθόν.
Σήμερα, με την αρωγή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Ανεμόεσσας, τοπικών παραγωγικών φορέων και μεμονωμένων παραγωγών, στο πλαίσιο του προγράμματος Terra Lemnia, γίνονται σημαντικές προσπάθειες να καταχωρηθούν οι παραπάνω αναφερόμενοι σπόροι στον εθνικό κατάλογο τοπικών ποικιλιών. Η διαδικασία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί για το ασπρομύτικο φασόλι και έπονται το λαφύρι, το κριθάρι και άλλοι σπόροι.
Στο πλαίσιο των παραγωγικών διαδικασιών και στη βάση της έλλειψης εργατικών χεριών δημιουργείται ένα βαθύ πλέγμα δια-ομαδικής συνεργασίας, με κέντρο τη Λημνιά μάντρα σε όλη την τοπική κοινωνία, ως απόρροια της συνεργασίας μεταξύ των κεχαγιάδων στη βάση της αλληλοβοήθειας. Με αυτό τον τρόπο, προκύπτουν μορφές κοινοτικότητας, συλλογικότητες αλλά και επιγαμίες που ταυτίζουν την ύπαρξή τους με το χώρο της μάντρας και του ζευγαριού, ονοματίζοντάς τον σε ορισμένες περιπτώσεις (Κανταράδικα, Πασάδικα, Χαλαμαντάρ’κα).
[/toggle]
[toggle title=”6. Ιστορικά στοιχεία για το στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς”]
Η μάντρα αποτύπωνε διαχρονικά τις παραγωγικές σχέσεις της Λήμνου. Στο παρελθόν υπήρχε αναντιστοιχία εργατικών χεριών και ιδιοκτητών γης. Κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους μεγάλες εκτάσεις γης στη Λήμνο ανήκαν σε γαιοκτήμονες, που πολλές φορές ανήκαν στο αυτοκρατορικό περιβάλλον ή στην στρατιωτική αριστοκρατία, και σε μοναστήρια, κυρίως τα αγιορείτικα. Τα μοναστήρια ήταν οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες στη Λήμνο. Κάποια από αυτά διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους και κατά τους οθωμανικούς χρόνους.
Οι πρώτες αναφορές στις μάντρες και στο σύστημα διαχείρισής τους στη Λήμνο εντοπίζονται σε μοναστηριακά πρακτικά του 13ου αιώνα, ενώ ο κεχαγιάς όπως αυτός εμφανίζεται στη Λήμνο κατά τους τελευταίους αιώνες, θα μπορούσε και να θεωρηθεί η εξέλιξη του παροίκου των υστεροβυζαντινών χρόνων.
Κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα μεγάλες εκτάσεις γης αγοράστηκαν κυρίως από τους πρώτους μετανάστες που επαναπατρίστηκαν αφότου απέκτησαν χρήματα στο εξωτερικό. Τη γη εξακολουθούσαν να δουλεύουν οι κεχαγιάδες, οι οποίοι αναλάμβαναν να εγκατασταθούν για τέσσερα συνήθως χρόνια σε ένα «ζευγάρι» με τη μάντρα του. Προϋπόθεση για να αναθέσει το αφεντικό, μια μάντρα στον κεχαγιά ήταν ο τελευταίος να διαθέτει σερμαγιά1, το αναγκαίο ζωικό κεφάλαιο που θα του επέτρεπε την καλλιέργεια των εκτάσεων του ζευγαριού2.
Ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση γης, βοσκοτόπων και μάντρας, οι κεχαγιάδες έπρεπε να αποδίδουν το ήμισυ της παραγωγής σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα στα αφεντικά, που διεξήγαγαν έναν αστικό βίο. Το σύστημα αυτό ονομαζόταν μισιακό, τεμσάρκο, μεσοκόπι, μισιάρικο, κιαχαδλίκι ή και συντροφιλίκι. Πέρα από το ήμισυ της παραγωγής, οι κεχαγιάδες ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στα αφεντικά μια σειρά υπηρεσιών, το ταγίνι ή τα διεταμμένα, που περιλάμβαναν μάζεμα ξύλων, μαγείρεμα, κουβάλημα νερού από τη βρύση, ύφανση στον αργαλειό, καθαρισμό του σπιτιού κλπ., καθώς και προϊόντα ενός χωραφιού που καλλιεργούνταν αποκλειστικά για το αφεντικό, το παρασπόρι. Όταν αναλάμβανε τη διαχείριση της μάντρας, ο κεχαγιάς αναλάμβανε να φροντίζει και να παραδώσει με το τέλος της συνεργασίας στο αφεντικό ένα κοπάδι με ζώα που ονομάζονταν σ’δεροκέφαλα, στον ίδιο ακριβώς αριθμό που τα παρέλαβε3.
Για να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες ζωής και στις πάμπολλες υποχρεώσεις τους, οι κεχαγιάδες ήταν ουσιαστικά σαρκοδεμένοι με τη μάντρα τους από την οποία ξέφευγαν μία μέρα κάθε χρόνο, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, που σηματοδοτούσε το τέλος του κτηνοτροφικού έτους, ημέρα κατά την οποία θεωρούνταν ελεύθεροι. Παρόμοιο σύστημα εξαρτημένης εργασίας ίσχυε και στη Θεσσαλία, όμως σταμάτησε να εφαρμόζεται μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1881, ενώ στη Λήμνο άρχισε να φθίνει μόνο μετά το 1950, όταν άρχισε η μαζική μετανάστευση. Επιβιώματα κάποιων υποχρεώσεων των κεχαγιάδων εξακολουθούσαν να παρατηρούνται μέχρι τα πρόσφατα χρόνια.
Λόγω της έλλειψης αμαξιτών δρόμων και μεταφορικών μέσων, οι μάντρες είχαν κεντρική θέση στις εκτάσεις που διαχειρίζονταν, κάτι που επέτρεπε στους κεχαγιάδες να οργανώσουν με τον καλύτερο τρόπο το σύνολο των εργασιών τους, και να επιβιώσουν, μέσα σε ένα περιβάλλον ανταλλακτικής οικονομίας. Όταν η ανταλλακτική οικονομία αντικαταστάθηκε από την εγχρήματη, δεν ήταν πλέον υποχρεωμένοι να παράγουν το σύνολο των προϊόντων που χρειάζονταν, καθώς τα προμηθεύονταν πλέον από το εμπόριο. Έτσι σταδιακά εγκαταλείφθηκαν πολύτιμες παραδοσιακές πρακτικές και είδη καλλιεργειών με αποτέλεσμα την κατά τόπους εγκατάλειψη και υποβάθμιση του αγροτικού τοπίου του νησιού.
[/toggle]
[toggle title=”7. Η σημασία του στοιχείου σήμερα”]
α. Ποια είναι η σημασία του στοιχείου για τα μέλη της κοινότητας/τους φορείς του;
Η Λημνιά μάντρα δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί οργανικό και λειτουργικό κομμάτι του λημνιού νοικοκυριού, συνήθως στοιχείο της προίκας των κοριτσιών στο πλαίσιο της μητρογραμμικότητας και γυναικοτοπικότητας1. Αποτελεί σημείο αναφοράς των κεχαγιάδων, ένα σύμβολο διαρκούς συμμαχίας με τη φύση βασισμένη σε παραδομένες πρακτικές διαχείρισης του κοπαδιού και της γης. Ως βιωμένος χώρος αποδίδει ταυτότητες και δομεί ετερότητες, εξακολουθεί να αφήνει το δικό του στίγμα στο τοπίο του νησιού ενώ δεν νοείται κεχαγιάς στο νησί χωρίς μάντρα (ιδιόκτητη ή μη).
1 Η πρώτη κόρη κληρονομούσε το σπίτι, η δεύτερη τη μάντρα, η τρίτη το χωράφι με το πηγάδι, η τέταρτη την αυλή του σπιτιού. Το αγόρι δεν προικοδοτείται, και αυτό γιατί αλλάζει πολλές φορές χωριό και πάει στην νύφη.
β. Ποια είναι η σημασία του στοιχείου για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία;
Αποτελεί το πολιτισμικό κεφάλαιο των Λημνιών κεχαγιάδων, ενώ οι παλιότερες μάντρες το σήμα κατατεθέν του νησιού. Η Λημνιά μάντρα δίνει κίνητρα για απασχόληση των νέων με τον πρωτογενή τομέα, εξελίσσοντας τις παραδοσιακές πρακτικές που κληροδοτούν οι παλαιότεροι στους νεότερους. Οι μάντρες αποτελούν μνημεία της νεότερης αγροτικής ιστορίας του νησιού, ενώ δίνουν κίνητρα, καθώς υποστηρίζουν μια όσο το δυνατόν ηθικότερη/ορθολογικότερη διαχείριση των φυσικών πόρων, για διάσωση γηγενών φυλών ζώων και ντόπιων σπόρων. Επιπλέον, δίνει σημαντικές δυνατότητες διατήρησης και επανάχρησης μιας σημαντικότατης άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους.
γ. Συμμετείχε και πώς η κοινότητα στην προετοιμασία της εγγραφής του στοιχείου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς;
Στο πλαίσιο του προγράμματος Terra Lemnia πραγματοποιήθηκε τα δύο τελευταία χρόνια (2018-2019) πλήθος συνεντεύξεων με κατοίκους και παραγωγούς της Λήμνου, με στόχο την πολύπλευρη κατάγραφη του αγροτο-κτηνοτροφικού συστήματος της μάντρας, καθώς και την προετοιμασία του φακέλου ένταξης του στοιχείου στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Η σχετική πληροφορία βρίσκεται δημοσιευμένη (προς το παρόν στα αγγλικά, σύντομα στα ελληνικά) σε εκθέσεις του προγράμματος, οι οποίες είναι διαθέσιμες μέσω του ιστοτόπου https://terra-lemnia.net/yliko/ (βλ. ιδίως τη σχετική βιβλιογραφία στο τέλος). Παράλληλα οργανώθηκαν ανοιχτές συναντήσεις, ημερίδες και εκπαιδευτικές δράσεις, στις οποίες αναδείχθηκαν και συζητήθηκαν ποικιλοτρόπως οι προκλήσεις και οι προοπτικές του συστήματος της μάντρας σήμερα και στο μέλλον. Όσον αφορά τη σύνταξη καθ’ εαυτήν του ανά χείρας δελτίου κατά τη διάρκεια του 2020, η κοινότητα της Λήμνου ενημερώθηκε μέσω αναρτήσεων στον τοπικό τύπο και μέσω τοπικών ραδιοφωνικών εκπομπών για την προετοιμασία της εγγραφής του στοιχείου. Παράλληλα διενεργήθηκαν και νέες συναντήσεις με φορείς του στοιχείου, οι οποίοι παρείχαν την αμέριστη βοήθειά τους ώστε να συγκεντρωθούν περαιτέρω πληροφορίες, απαραίτητες για τη συμπλήρωση του παρόντος Δελτίου.
[/toggle]
[toggle title=”8.Διαφύλαξη/ανάδειξη του στοιχείου”]
α. Πώς μεταδίδεται το στοιχείο στις νεότερες γενιές σήμερα;
Η συσσωρευμένη γνώση για τις παραδοσιακές πρακτικές, τους συμβολισμούς και τις τελετουργίες μεταδίδονται από τους γηραιότερους στους νεότερους της ομάδας, σχηματίζοντας έναν κύκλο, μια ιεραρχικά δομημένη αυθύπαρκτη ομάδα που δύσκολα δέχεται νέα ή απορρίπτει παλιά μέλη. Οι πρακτικές διαχείρισης της γης, η αξιολόγηση του κοπαδιού, η ποιότητα του εδάφους και οι καλλιέργειες που θα φιλοξενηθούν σε συγκεκριμένα εδάφη για ένα έτος, συζητώνται και γίνονται δεκτές μέσα από αυτόν τον κύκλο. Όλες οι πρακτικές και τα μυστικά που θα εγγυηθούν την μακροζωία και καλοσοδειά συζητώνται και μεταλαμπαδεύονται εντός του κύκλου αυτού, του οποίου η διάμετρος ανοίγει μόνο όταν πρόκειται για τους απογόνους των κεχαγιάδων. Η γνώση μεταδίδεται είτε θεωρητικά είτε πρακτικά, όταν πρόκειται για την κτηνοτροφία η μαγική γνώση μεταδίδεται βιωματικά, από τους κατόχους της γνώσης στους διδασκόμενους. Το κάθε μέλος της οικογένειας του κεχαγιά αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ως μέρος ενός κύριου κορμού αποτελούμενου από παλιούς και αξιωμένους κεχαγιάδες, οι οποίοι την κατάλληλη στιγμή θα δώσουν τη γνώση τους και τα φώτα τους.
β. Μέτρα διαφύλαξης/ανάδειξης του στοιχείου που έχουν ληφθεί στο παρελθόν ή που εφαρμόζονται σήμερα (σε τοπική, περιφερειακή ή ευρύτερη κλίμακα)
Από τον Σεπτέμβρη του 2017 ξεκίνησε στο νησί το πρόγραμμα Terra Lemnia, το οποίο συντονίζει το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (MedINA) σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, τον τοπικό όμιλο Ανεμόεσσα, την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, την Εταιρία Προστασίας Πρεσπών και το Ερευνητικό Ινστιτούτο Tour du Valat.
Ένας από τους κύριους στόχους του έργου ήταν ο καθορισμός του μεθοδολογικού πλαισίου που θα επέτρεπε την αποτύπωση της ουσίας του συστήματος της μάντρας, τη βελτίωση της κατανόησης των πολιτιστικών πρακτικών και των δεσμών τους με την τοπική βιοποικιλότητα και το τοπίο και στη συνέχεια τη μεταφορά της έρευνας αυτής στο πεδίο μέσω δράσεων διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος, στήριξης των αγροτικών πρακτικών και διαχείρισης του τοπίου. Για το σκοπό αυτό έχει πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη καταγραφή των σημερινών πρακτικών (εκτατικές και εντατικές πρακτικές, καθώς και εγκατάλειψη της γης), της βιοποικιλότητας και των εδαφών, καθώς και αξιολόγηση των διασυνδέσεών τους και έχουν γίνει σημαντικά βήματα για τον σχεδιασμό ενός μακροπρόθεσμου συστήματος παρακολούθησης, που βασίζεται σε επιλεγμένα είδη που αποτελούν βιο-δείκτες ήπιας, παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής (άγρια αροτραία φυτά που συναντώνται σε καλλιέργειες και βοσκοτόπους, ωφέλιμα έντομα, πτηνά που εξαρτώνται από τη γεωργική γη), καθώς και η ειδική περίπτωση των αγριοκούνελων, που καταστρέφουν σημαντικό μέρος της τοπικής παραγωγής και βιοποικιλότητας λόγω του ανεξέλεγκτου πληθυσμού τους).
Έχει επίσης ολοκληρωθεί μια λεπτομερής καταγραφή των παραδοσιακών μαντρών σε τέσσερις περιοχές μελέτης (Βίγλα, Φακός, Ηφαιστία, Φυσίνη), η οποία θα είναι σύντομα διαθέσιμη στο διαδίκτυο με τη μορφή ανοιχτής διαδικτυακής πλατοφόρμας και έχει γίνει σημαντική εργασία τεκμηρίωσης, συμπεριλαμβανομένων οπτικοακουστικών ηχογραφήσεων σχετικά με την ιστορία του συστήματος των μαντρών, τις μεταβολές του αγροτικού τοπίου του νησιού, τα τοπικά προϊόντα και άλλα.
Παράλληλα, οι εταίροι του Terra Lemnia έχουν πραγματοποιήσει μια σειρά πιλοτικών δράσεων στο πεδίο σε συνεργασία με περισσότερους από 30 επαγγελματίες του νησιού. Αυτές οι δράσεις περιλαμβάνουν επιτόπια (in situ) διατήρηση παραδοσιακών ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών, φαινοτυπική και γενετική αξιολόγηση φυλών αγροτικών ζώων και στήριξη της ημιεκτατικής βοσκής, που βασίζεται σε τοπικά προσαρμοσμένες φυλές προβάτων σε συνδυασμό με πιλοτικά μέτρα ελέγχου των άγριων κουνελιών. Έχουν οργανωθεί αρκετές εκπαιδευτικές δράσεις και δράσεις ανάπτυξης δεξιοτήτων για να υποστηρίξουν τους αγρότες στην εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών, την παραγωγή παραδοσιακών γαλακτοκομικών προϊόντων, τη βελτιωμένη διαχείριση των εκμεταλλεύσεων και άλλα σχετικά θέματα.
Τέλος, με στόχο την προώθηση της δημιουργίας σύγχρονων μαντρών συμβατών με το χαρακτήρα του τοπίου ως βιώσιμη εναλλακτική στις μεταλλικού τύπου κατασκευές που προωθούνται μέσω της ισχύουσας πολιτικής κινήτρων, η ομάδα του Terra Lemnia σχεδιάζει την κατασκευή μικρού επιδεικτικού προβατοστασίου σε συνεργασία με ντόπιο κτηνοτρόφο που επελέγη κατόπιν διαγωνισμού, αξιοποιώντας την πρότυπη μελέτη της Ανεμόεσσας (βλ. βιβλιογραφία). Παράλληλα, έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες σε θεσμικό επίπεδο για την προστασία και επανάχρηση των παραδοσιακών μαντρών, με τη σύνταξη ανοιχτού ψηφίσματος που θα κατατεθεί το επόμενο διάστημα στους αρμόδιους κεντρικούς και τοπικούς φορείς, και την προώθηση σχετικού σχεδίου Π.Δ. που έχει προετοιμάσει ο σύλλογος Ανεμόεσσα.
γ. Μέτρα διαφύλαξης/ανάδειξης που προτείνεται να εφαρμοστούν στο μέλλον (σε τοπική, περιφερειακή ή ευρύτερη κλίμακα)
Η ομάδα του Terra Lemnia εργάζεται σε διάφορα επίπεδα προκειμένου να υποστηρίξει στην πράξη τις σημαντικές πτυχές που συνθέτουν το ιδιαίτερο αγροτο-κτηνοτροφικό σύστημα της μάντρας της Λήμνου. Οι σημαντικότερες δράσεις που σχεδιάζονται είναι:
• Η ολοκλήρωση του «Προτύπου Καλών Πρακτικών» για το τοπίο και τη βιοποικιλότητα που θα αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία ενός δικτύου παραγωγών με αειφορικό υπόβαθρο (land stewards network). Η δημιουργία αυτού του εθελοντικού δικτύου συνεργαζόμενων επαγγελματιών που συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση και αποκατάσταση των πολιτιστικών πρακτικών του παραδοσιακού συστήματος της μάντρας αποτελεί το κλειδί για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος μετά το τέλος του έργου Terra Lemnia και συνδέεται με δράσεις δικτύωσης, εκπαίδευσης και προώθησης.
• Η αξιοποίηση του Προτύπου Καλών Πρακτικών για τον σχεδιασμό και εφαρμογή ενός νέου αγρο-περιβαλλοντικού σχήματος για τη Λήμνο με πιθανή εφαρμογή και σε άλλα νησιά του Βορείου Αιγαίου.
• Η συνέχιση της προσπάθειας εγγραφής τοπικών ποικιλιών καλλιεργούμενων φυτών της Λήμνου στον εθνικό κατάλογο του ΥΠΑΑΤ και η έκδοση βιβλίου για τις τοπικές ποικιλίες και τους φυτογενετικούς πόρους του νησιού.
• Η ανάληψη πρωτοβουλίας για την εγγραφή της τοπικά προσαρμοσμένης φυλής προβάτου στον εθνικό κατάλογο του ΥΠΑΑΤ.
• Η συνέχιση των προσπαθειών για τη θεσμική προστασία και επανάχρηση των παραδοσιακών μαντρών, μέσω πολεοδομικών και οικονομικών κινήτρων.
[/toggle]
[toggle title=”9. Βασική Βιβλιογραφία”]
- Lemerle, D., A. Guillou, N. Svoronos & D. Papachryssanthou (1977), Actes de Lavra II. De 1204 à 1328 (Archives de l’ Athos VIII), Paris.
- Dimopoulos, T., Dimitropoulos G., Georgiadis N. (2018), The Land Use Systems of Lemnos Island, Terra Lemnia project, Updated version.\
- Lyratzaki, Ir., Dodouras, St. and Demetropoulos G. (2020), The cultural elements of the Mandra System of Lemnos: a narrative approach, MedINA, Athens.
- Αικατερινίδης, Ν. Γ. (1979), Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες, λειτουργία- μορφολογία- τυπολογία, Διδακτορική Διατριβή, Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, Παράρτημα, αριθμός 8, Αθήνα.
- Ανεμόεσσα (2011), Λήμνος: Σύγχρονα Προβατοστάσια και Παραδοσιακές Μάντρες. Μια πρόταση ολοκληρωμένης ανάπτυξης κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων σε ένα τοπίο ιδιαίτερης πολιτιστικής αξίας, Ανεμόεσσα, Μύρινα.
- Γεροντούδης, Ν. Λεων. (1971), Η νήσος Λήμνος, ιστορία- διάλεκτος- λαογραφία, Αθήνα.
- ΕΙΕ- Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών (1998), Αθωνικά Σύμμεικτα 5, Αρχείο της Ι. Μ. Παντοκράτορος, επιτομές εγγράφων, 1039-1801, μέρος Α’, Αντώνης Πάρδος, Αθήνα.
Κολλερός, Χρ. (2010), Ένα πανί μας λείπ’ για να σαλπάρομ’, Λαογραφικά της Λήμνου: Θρύλοι παραμύθια, διηγήσεις, ιστορίες, μύθοι, τραγούδια, Στεφανίδη, Αθήνα. - Κοντονάτσιου, Δέσπ. (1988), Η διάλεκτος της Λήμνου – Εθνογλωσσική προσέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ, Τμήμα Φιλολογίας, Θεσσαλονίκη.
- Κοψίδης, Ράλ. (1980), Κάστρο ηλιόκαστρο, Αθήνα.
- Κωνσταντέλλης, Γ.(επιμ.) (2010) , Λήμνος, ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, τομ Β Αθήνα.
- Μέγας, Α. Γ. (1940), ‘‘ Η Λαϊκή Οικοδομία της Λήμνου’‘, Λαογραφία Β, σ. 3-29.
- Μέγας, Α. Γ., ‘‘Θυσία ταύρων και κριών εν τη ΒΑ Θράκη’‘, Λαογραφία, Γ, (1911-12), σ. 148-155
- Μέγας, Α.Γ.(1971), ‘‘Ο Άη Βασίλης ζευγολάτης’‘, Λαογραφία ΚΖ΄, σ. 290-294.
- Μιχελής, Άγγ. (1959), Λημνιακή Λαογραφία, Κάστρο.
- Μοσχίδης, Αργ. (1907), Η Λήμνος, ήτοι ιστορικόν δοκίμιον της νήσου ταύτης μέχρι των καθ’ ημάς, εις δύο τεύχη, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1770, Βιβλίον δεύτερον, Μεσαιωνικοί και Νεώτεροι Χρόνοι, Ταχυδρόμος, Αλεξάνδρεια.
- Μπακάλης, Β. Χρ. (2007), Λήμνος: οργάνωση του αστικού χώρου (19ος- 20ος αιώνας) κοινωνικός μετασχηματισμός, μεταναστευτικά δίκτυα και αστικοί ‘αντικατοπτρισμοί’, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Μυτιλήνη.
- Μπελίτσος, Θεόδ. (1999), Συλλογή γλωσσικού υλικού από τη Λήμνο, συμβολή στη μελέτη του λημνιακού γλωσσικού ιδιώματος, Υπουργείο Αιγαίου – Ομοσπονδία Λημνιακών Συλλόγων, Αθήνα.
- Παντελίδης, Γ. (1894), Η νήσος Λήμνος, [χ.ε.]
- Σέττας, Χρ. Νικ. (1961), Τα αγροτικά και τα κοινωνικά προβλήματα της νήσου Λήμνου, Αθήναι.
- Σηφουνάκης, Νίκ. (1993), Μια άγνωστη αρχιτεκτονική, οι μάντρες στη Λήμνο και στα άλλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, Καστανιώτης, Αθήνα.
- Σίμος, Κομ., Μύρινα Λήμνου (ιστορία, λαογραφία, αρχαιολογία κλπ), [χ.σ.]
- Τουρπτσόγλου- Στεφανίδου, Βασ. (1986), Ταξιδιωτικά και Γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνο (15ος- 20ος αιώνας), ΑΠΘ, Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής, παράρτημα αριθμ. 33, Θ’ τομ., Θεσσαλονίκη.
[/toggle]
[toggle title=”10. Συμπληρωματικά Τεκμήρια”]
α. Kείμενα (πηγές, αρχειακά τεκμήρια κτλ.) –
β. Χάρτες: –
γ. Οπτικά και ακουστικά τεκμήρια (σχέδια, φωτογραφίες, αρχεία ήχου, βίντεο κτλ.): –
δ. Διαδικτυακές πηγές (υπερσύνδεσμοι):
• <http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=71966&autostart=0>
• <https://www.youtube.com/watch?v=_fY4eBi1pBY>
• <https://www.youtube.com/watch?v=umhzmun7UaM >
[/toggle]
[toggle title=”11. Στοιχεία συντάκτη του Δελτίου”]
α. Όνομα Συντάκτη/-ών
Ειρήνη Λυρατζάκη
Ραφαήλ Γιαννέλης
β. Ιδιότητα Συντάκτη/-ών
Ανθρωπολόγος
Λαογράφος
γ. Τόπος και Ημερομηνία Σύνταξης του Δελτίου
Λήμνος – Ιούνιος 2020
δ. Συντελεστές
Έρευνα και κείμενα δελτίου: Γιώργος Δημητρόπουλος, Στέφανος Δόδουρας, Ανδρομάχη Οικονόμου, Όλγα Ματζάρη, Ήβη Νανοπούλου
Σύμβουλος σε θέματα ιστορίας: Όλγα Ματζάρη
Φωτογραφίες: Χρήστος Καζόλης, Ραφαήλ Γιαννέλης, MedINA
Χάρτες: Θύμιος Δημόπουλος, Ραφαήλ Γιαννέλης
[/toggle]
[toggle title=”12. Τελευταία συμπλήρωση/επικαιροποίηση του Δελτίου”]
–
[/toggle]
[/accordion]
* To Δελτίο είναι διαθέσιμο και σε μορφή PDF: Oι_μάντρες_της_Λήμνου_2021
Παράρτημα: Οι Μάντρες της Λήμνου – φωτογραφίες, σχέδια, χάρτες